Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος δ΄ - Η Σαβίνα

Η Σαβίνα είχε σπουδάσει ψυχολογία παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, που επιθυμούσαν για την κόρη τους ένα επάγγελμα πιο πρακτικό και λιγότερο επικίνδυνο –δασκάλα, ας πούμε, νηπιαγωγός ή κάτι τέτοιο. Φαντάζονταν ότι το να είναι κανείς ψυχολόγος δεν σήμαινε τίποτε άλλο από το να συναναστρέφεται ολημερίς θεοπάλαβους, σχιζοφρενείς κι επικίνδυνους ανθρώπους, που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να επιτεθούν στον θεραπευτή τους με τα γαμψά τους νύχια ή με κάποιο όπλο κρυμμένο στις ξεθωριασμένες τσέπες της ριγέ πιτζάμας τους. Όταν λοιπόν άκουσαν την απόφασή της να ειδικευτεί στην παιδοψυχολογία, την δέχτηκαν με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όπως και να ‘χει, τα παιδιά δεν μπορούν να γίνουν τόσο επικίνδυνα όσο οι μεγάλοι και πολλοί περισσότερο εκείνα τα καημένα που τους τρέχουν τα σάλια απ’ το στόμα και δεν ξεχωρίζουν το δεξιά απ’ τ’ αριστερά. Αηδιαστικό, αλλά ασφαλές. Όταν μάλιστα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το κόμμα της Εθνικής Προόδου του οποίου μέλος ήταν ο μπαμπάς κι όταν ανακοινώθηκαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι γονείς καταχάρηκαν: υπήρχε πια και το αναγκαίο «δόντι» και η κατάλληλη θέση εργασίας για τη μοναχοκόρη. Μετά από εισήγηση του μπαμπά η Σαβίνα ήταν από τις πρώτες παιδοψυχολόγους που διορίστηκαν στα καινούργια σχολεία. Το δέχτηκε. Δεν το επιδίωξε, αλλά το δέχτηκε. Κάποιες φορές η απλή αποδοχή αποτελεί πράξη μεγάλης ευθύνης, αλλά αυτό η Σαβίνα δεν το είχε διδαχτεί στη σχολή της. Εκείνη είχε διαλέξει αυτήν τη δουλειά για άλλους λόγους. Από παιδί γοητευόταν από όσα μπορεί κανείς να διαβάσει πίσω απ’ τις λέξεις των ανθρώπων ή πάνω στα βουβά τους πρόσωπα, απ’ όσα ποτέ δεν λέει κανείς κι όμως υπάρχουν πηχτά πηχτά τριγύρω μας στον αέρα και καθορίζουν συμπάθειες, αντιπάθειες, έρωτες και μίση. Ήθελε να βουλιάξει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, της ανθρώπινης νόησης, να γνωρίσει εκ των έσω αυτόν τον μαγικό μηχανισμό ορμονών και συναισθημάτων και σαν άλλος θεός να ελέγξει την λειτουργία του. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη του λόγου. Πίστευε και στην θεραπευτική δύναμη της αγάπης, γιατί ένιωθε πως όλοι οι κόμποι που ολοένα σφίγγονταν μέσα της και την πονούσαν είχαν δεθεί στα πρώτα χρόνια της ζωής της, μέσα στο ασφυκτικό περιβάλλον μιας καθωσπρέπει μικροαστικής οικογένειας που τα μέλη της δεν είχαν μάθει ποτέ να αγκαλιάζουν το ένα το άλλο. Πίστευε στην θεραπευτική δύναμη της αγκαλιάς και μισούσε τα φάρμακα, όλα εκείνα τα χημικά παρασκευάσματα, που ναρκώνουν το συναίσθημα και υψώνουν τείχος ανάμεσα στον άνθρωπο και στην πραγματικότητά του. Γρήγορα κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να δουλέψει όπως ήθελε με ενήλικες, γιατί οι επόπτες ψυχίατροι υποχρέωναν τους ασθενείς τους στη λήψη φαρμάκων αλλά και γιατί φαινόταν λιγάκι γελοίο κι οπωσδήποτε παρακινδυνευμένο το να σφίξεις στην αγκαλιά σου έναν σαραντάχρονο φρενοβλαβή, που μοναδική του έγνοια έχει πώς να σου χουφτώσει το στήθος. Ήταν όμορφη η Σαβίνα, μικρόσωμη, ντελικάτη, με κάτι απίθανα μακριά μαλλιά πορφυρόχρωμα, που τα άφηνε πάντα ελεύθερα να κυματίζουνε στην πλάτη της κι όταν φυσούσε θαρρείς κι ο άνεμος της φούσκωνε πανιά για να την πάρει στα ταξίδια του. Σαν ξωτικό ήταν κι αυτήν την αίσθηση την έκανε ακόμα πιο έντονη το βλέμμα της, βλέμμα πράσινο, λιμνίσιο, που μέσα του σπίθιζαν μικρούτσικα χρυσαφιά άστρα, βλέμμα αθώας μάγισσας που αγνοεί τη δύναμή της ή ξέρει καλά να κρύβει την επίγνωση αυτής της δύναμης. Τα παιδιά την λάτρευαν, ήταν η καλή τους νεράιδα. Κανένα δεν ήξερε πως απ’ τα χέρια της περνούσε η μοίρα του, γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν τι θα πει «μοίρα». Το παράρτημα στο οποίο διορίστηκε ήταν αρμόδιο για το ξεδιάλεγμα των μαθητών κι εκείνη υπεύθυνη για την διεξαγωγή των τεστ νοημοσύνης και την τελική αξιολόγηση των μικρών υποψηφίων. Δούλευε από νωρίς το πρωί ως το μεσημέρι σαν ένα κανονικό σχολείο, υπήρχαν τάξεις και δάσκαλοι, υπήρχαν θρανία και μαθητές, αλλά δεν υπήρχε διδακτέα ύλη. Τα παιδιά φοιτούσαν εκεί για ένα μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου υποβάλλονταν σε διάφορες εκπαιδευτικές δοκιμασίες που στόχευαν στο να αναλύσουν και να αξιολογήσουν τις διάφορες παραμέτρους της νοημοσύνης τους: έπαιζαν ομαδικά κι ατομικά παιχνίδια, ζωγράφιζαν, μουτζούρωναν, έφτιαχναν κατασκευές με κύβους, αποστήθιζαν ποιήματα, συμπλήρωναν παραμύθια κι αθώα καθώς ήταν το διασκέδαζαν με την ψυχή τους. Η Σαβίνα σχεδίαζε τα τεστ, ενημέρωνε τους εκπαιδευτικούς, ήλεγχε τα αποτελέσματα και καταχωρούσε στα αρχεία τη βαθμολογία του κάθε παιδιού. Υπήρχαν τρία μητρώα, ένα για τους ευφυείς, ένα για τους μέσους κι ένα για τα παιδιά με νοημοσύνη κάτω του μετρίου, τα οποία αποστέλλονταν στο τέλος κάθε μήνα στο αντίστοιχο Δημοτικό σχολείο, όπου και θα εγγράφονταν τελικά οι μικροί μαθητές, για να αρχίσει εκεί πια η πραγματική τους εκπαίδευση. Στα καθήκοντα της Σαβίνας συμπεριλαμβανόταν και η ενημέρωση των γονέων στο τέλος κάθε «εξεταστικής περιόδου», που προσέρχονταν ένας ένας στο γραφείο της κι εκείνη τους αντιμετώπιζε θωρακισμένη πίσω από βαριά ξύλινα έπιπλα και το ανάλογο επιστημονικό ύφος. Τις όποιες δυσαρέσκειες, τα άτοπα συναισθηματικά ξεσπάσματα, τις θριαμβολογίες των ευτυχισμένων μαμάδων, τους απρόοπτους συζυγικούς καβγάδες –«εσύ φταις που δεν τα καταφέρνει το παιδί»- όλα τα επεξεργαζόταν θεωρητικά, τα ερμήνευε, τα κατέτασσε και τα προσπερνούσε. Ύστερα έκλεινε τα αρχεία του μήνα, άνοιγε ένα καινούργιο ντοσιέ με χοντρά φύλλα και άρχιζε να αντιγράφει απ’ τους επίσημους καταλόγους τα καινούργια ονόματα, που αντιπροσώπευαν καινούργια παιδιά και καινούργιους γονείς. Ύστερα από ένα εξάμηνο όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν αυτόματα, χωρίς την παραμικρή συναισθηματική συμμετοχή εκ μέρους της, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι επιτελεί το καθήκον για το οποίο είχε προετοιμαστεί με τις σπουδές της και χωρίς κανέναν ενδοιασμό όσον αφορά τη «λειτουργική σκοπιμότητα» του ξεδιαλέγματος.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος γ΄


Η ανάληψη της εξουσίας από τη νέα κυβέρνηση συνέπεσε με δυο γεγονότα μεγάλης σημασίας για τη ζωή του Μάρκο: κατάφερε επιτέλους να τελειώσει το σχολείο και μια εβδομάδα μετά την αποφοίτησή του, την ημέρα ακριβώς που ορκίζονταν οι νέοι Υπουργοί, ο Πάολο μπήκε στο νοσοκομείο, για να μην βγει ποτέ ξανά. Πέθανε τρεις μήνες αργότερα, στο τέλος του καλοκαιριού, αφού πρώτα συρρικνώθηκε τόσο, που μόλις και μετά βίας τον ανακάλυπτες κάτω απ’ τα σεντόνια κι η Σάρα μπορούσε μόνη της να τον σηκώνει στην αγκαλιά, για να τον πηγαίνει στο μπάνιο, έχοντας τη φριχτή αίσθηση πως ο δεύτερος άντρας της ζωής της επιστρέφει στην εμβρυϊκή του φάση και πως τελικά ο θάνατος είναι απίστευτα, τραγικά ελαφρύς. Οι γιατροί διέγνωσαν λευχαιμία, η γυναίκα του διέγνωσε απόλυτη, βαθιά απελπισία, που δεν μπορούσε παρά να την συσχετίσει με τις πολιτικές εξελίξεις και τα χαμένα οράματα εκείνου του σιωπηλού ονειροπόλου άντρα με τα σακατεμένα πόδια του έρωτά της. Ο Μάρκο δεν ήθελε να πηγαίνει στο νοσοκομείο. Ήταν το πρώτο καλοκαίρι της ελευθερίας του και δεν μπορούσε να συγχωρήσει τον πατέρα του, που διάλεξε ακριβώς αυτήν την εποχή για να πεθάνει, την ώρα που ένας άνεμος ανανέωσης σάρωνε τη χώρα και φούσκωνε τα πανιά του γιου του. Η πράσινη μυρωδιά του νοσοκομειακού θαλάμου τον τρέλαινε, τα κόκκινα μάτια της μάνας του τον αρρώσταιναν, τα μυξοκλάματα των αδερφών του του σπάγανε τα νεύρα. Στο κάτω κάτω οι πατεράδες πεθαίνουν πριν απ’ τα παιδιά -έτσι είναι η ζωή- κι η μάνα του δεν είχε φόβο να μείνει μονάχη, άλλωστε την είχε ικανή να αντικαταστήσει στα γρήγορα και τον Πάολο με κάποιον άλλο υποψήφιο σύζυγο, όπως ακριβώς είχε κάνει και με τον ήρωα Μάρκο, ίσως με κάποιον στοργικό νοσοκόμο ή με κάποιον γιατρό φουσκωμένο από γνώσεις και υπευθυνότητα. Αλλά κι ο Πάολο δεν ήθελε να βλέπει το γιο του. Γινόταν χειρότερα, ξύπναγαν μέσα του φαντάσματα και ενοχές –«Τι δεν κάναμε καλά, Σάρα; Πού κάναμε λάθος;»- και δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από κάποια σύντομη επίσκεψη του γιου τους, η Σάρα έβρισκε τον άντρα της να κλαίει με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια, πράγμα που τον έκανε να μοιάζει ακόμα περισσότερο με ετοιμοθάνατο παιδί. Ο Πάολο πέθανε μια Τετάρτη μεσημέρι ήσυχα κι αδιαμαρτύρητα, θαρρείς κι ο θάνατος ήταν το μόνο που μπορούσε πια να περιμένει και να ελπίζει. Οι νεκροθάφτες παραξενεύτηκαν με το πανάλαφρο φέρετρο και θάρρεψαν πως είχαν κάνει λάθος κι αυτός που οδηγούσαν στην τελευταία του κατοικία δεν ήταν ο άντρας εκείνης της μαυροφορεμένης, αλλά το παιδί κάποιας άλλης, που μπορεί την ίδια ώρα να συνόδευε κλαίγοντας τη σωρό ενός πενηντάρη οικογενειάρχη, που θα τον κουβαλούσαν κάποιοι άλλοι έκπληκτοι συνάδελφοί τους. Ακούμπησαν το φέρετρο πλάι στον ανοιχτό τάφο και κοιτάζονταν αμήχανοι. Κάποιοι απ’ τους συγγενείς είδαν την αμηχανία και άρχισαν να κοιτάζονται κι αυτοί μεταξύ τους. Ύστερα ο μεσαίος γιος είδε εκείνους που κοιτάζονταν και σκούντηξε ελαφρά με τον αγκώνα την αδερφή του που πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά και τα δάκρια κοίταξε να δει ποιος κοιτάει ποιον και γιατί. Η αμηχανία απλώθηκε απ’ τον έναν στον άλλο και την ώρα που το φέρετρο κατέβαινε στο μνήμα γλιστρώντας πάνω στα σκοινιά, σχεδόν κανείς δεν είχε το νου του στον εκλιπόντα, παρά όλοι κοίταζαν ποιος κοιτάζει που και γιατί ψάχνοντας νόημα σε εκείνον το δαίδαλο των κενών βλεμμάτων που ‘χαν προκαλέσει άθελά τους οι νεκροθάφτες. Ίσως γι’ αυτό ο Μάρκο πάντα στο μέλλον θα θυμόταν την κηδεία του πατέρα του με ένα μούδιασμα, δίχως λύπη, σαν κι αυτό που νιώθεις, όταν προσπαθείς να θυμηθείς αν έχεις ξεχάσει κάτι που έπρεπε να κάνεις ή με εκείνη την αντιπαθητική αίσθηση πως κάτι δεν κάνεις σωστά αλλά δεν μπορείς να βρεις το τι, ενώ το ξέρουν όλοι οι άλλοι.
Η νέα κυβέρνηση πραγματοποίησε όλες τις υποσχέσεις της λειτουργώντας ακαριαία και δίχως πρόγραμμα, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα με λύσεις ριζικές και αναμφίβολα πρωτοποριακές: ιδιωτικοποίησε τις προβληματικές επιχειρήσεις και μοίρασε κουπόνια τροφίμων στις χιλιάδες απολυμένων εργατών, ιδιωτικοποίησε και τις υπόλοιπες κρατικές επιχειρήσεις και ξαναμοίρασε κουπόνια, κατέβασε τις ειδικές δυνάμεις και αντιμετώπισε δυναμικά τις επίσης δυναμικές κινητοποιήσεις, επέβαλε μεγάλα χρηματικά πρόστιμα σε όσους συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις αυτές, για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας και παρακώλυση εργασίας «όλων εκείνων των ευσυνείδητων πολιτών που πασχίζουν καθημερινά να φτάσουν εγκαίρως στη δουλειά τους διασχίζοντας το κυκλοφοριακό χάος της πόλης», κατάργησε τη δωρεάν διανομή βιβλίων στα δημόσια σχολεία και στα Πανεπιστήμια διότι «προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα της παιδείας ο κάθε πολίτης οφείλει και μπορεί να κάνει μια μικρή οικονομική θυσία και να μην αρκείται πλέον στο άλλοθι της δημόσιας εκπαίδευσης που τόσο λίγα μπορεί να παράσχει στα νέα παιδιά, στους μελλοντικούς επιστήμονες και πολίτες αυτής της χώρας, αφού, ως γνωστόν, ο δημόσιος οργανισμός εκπαιδευτικού βιβλίου μπόρεσε μέχρι τούδε να παράσχει μέτριας ποιότητας συγγράμματα που αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες του μέλλοντος», φρόντισε να μείνουν έξω απ’ τις κλειστές πόρτες των Πανεπιστημίων όλοι εκείνοι οι ταραξίες φοιτητές, που απείχαν των μαθημάτων τους εις ένδειξη διαμαρτυρίας «την ίδια ώρα που τόσοι και τόσοι άλλοι νέοι αγωνιούν να διαβούν το κατώφλι του Ναού αυτού της μόρφωσης και να εξασφαλίσουν τα εφόδια για μια επιτυχή επαγγελματική αποκατάσταση, την ώρα που τόσοι συνάδελφοι αυτών των οκνηρών σκύβουν με κόπο και δίψα για γνώση πάνω από τα φοιτητικά έδρανα μελετώντας συγγράμματα νέα, μοντέρνα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες των καιρών που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα συγγράμματα των ξένων Πανεπιστημίων», απαγόρευσε την διέλευση των ιδιωτικών αυτοκινήτων από το κέντρο της πόλης αυξάνοντας συγχρόνως κατά το διπλάσιο την τιμή του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς και το κόμιστρο των ταξί, αύξησε τις ώρες εργασίας από σαράντα σε πενήντα διατηρώντας το πενθήμερο, διότι «όποιος επιθυμεί αύξηση μισθού θα πρέπει πρώτα να αναλογιστεί τι προσφέρει σε αυτό το κράτος κι έπειτα να διεκδικήσει από το κράτος» κι επειδή τα γκάλοπ έδειξαν ότι οι επόμενες εκλογές ήταν από χέρι χαμένες, φρόντισε να μην υπάρξουν «επόμενες εκλογές» για πολλά πολλά χρόνια τροποποιώντας αναλόγως το Σύνταγμα και μαζί τις διατάξεις για την τροποποίηση του Συντάγματος, διότι «εμείς δεν είμαστε δικτάτορες, είμαστε προασπιστές της δημοκρατίας, αλλά η δημοκρατία μας πολύ απέχει από την οχλοκρατία και οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν πολιτική σταθερότητα για να αποδώσουν καρπούς». Όλες οι γειτονιές αστυνομεύονταν από ευγενικά όργανα της «νέας τάξης» και σύντομα απαγορεύτηκαν όλες εκείνες οι συγκεντρώσεις, που θα μπορούσαν «να αποτελέσουν εστία κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια και την ομαλή κοινωνική λειτουργία».
Φυσικά όλα αυτά χρειάστηκαν το χρόνο τους για να πραγματοποιηθούν κι όταν επιτέλους πραγματοποιήθηκαν δεν αποτέλεσαν παρά τη βάση για νέες περισσότερο εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις. Ο νέος Πρόεδρος ήξερε πως η επανεκπαίδευση του λαού απαιτούσε χρόνο και υπομονή καθώς επίσης κατανοούσε την ανάγκη να ξεκινά αυτή η εκπαίδευση από την πρώτη παιδική ηλικία και να συνεχίζεται στα ευαίσθητα χρόνια της εφηβείας και της νεότητας, τότε που ολοκληρώνεται η «μόρφωση -με την ευρύτερη έννοια- του Νέου Πολίτη». Για να επιτευχθεί ο στόχος κρίθηκε αναγκαίο τα παιδιά που εγγράφονται στους παιδικούς σταθμούς να χωρίζονται σε ομάδες βάσει του δείκτη ευφυΐας τους και να συνεχίζουν την εκπαίδευση τους αναλόγως των δυνατοτήτων τους σε ειδικά παιδαγωγικά διαμορφωμένες βαθμίδες του λεγόμενου «δημοτικού σχολείου». Διαμορφώθηκαν έτσι τρία δημοτικά σχολεία, που μόνο το όνομα είχαν κοινό, ένα για τους έχοντες δείκτη ευφυΐας άνω του μετρίου –με ειδική πρόβλεψη για τους ιδιαιτέρως ευφυείς- ένα για τους μέτριους και οριακούς κι ένα για τους «ιδιώτες» ή γενικώς για τους «ανεπίδεκτους» στο οποίο διδάσκονταν κατά βάση κάποιες τεχνικές δεξιότητες και στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών. Τα παιδιά της Τρίτης Βαθμίδας προορίζονταν για την επάνδρωση των εργοστασίων και των γεωργοκτηνοτροφικών μονάδων της χώρας. Επειδή όμως για την πρόσληψή τους απαιτούνταν προϋπηρεσία τέτοια που να αποδεικνύει ότι δεν ήταν εντελώς στούρνοι κι αδέξιοι το κράτος φρόντισε να οργανώσει ομάδες εθελοντικής εργασίας στις οποίες τα συγκεκριμένα άτομα «είχαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες και την προθυμία τους επενδύοντας στο μέλλον». Εν τω μεταξύ κάποιοι άλλοι ενδιαφέρονταν να επενδύσουν στο παρόν κι έτσι καθιερώθηκε η σύσταση και επενοικίαση Ομάδων Εθελοντών σε εργοστάσια, βιομηχανίες και αγροκτήματα από ιδιώτες. Αρκούσε να έχει κανείς την κατάλληλη διασύνδεση σε κάποιο δημόσιο σχολείο Γ΄ κατηγορίας για να του δοθεί η άδεια με μεσολάβηση του Διευθυντή και η αναγκαία κρατική έγκριση για τη σύσταση και κατά βούληση διάθεση μιας ή και περισσοτέρων Ομάδων Εθελοντικής Εργασίας, αναλόγως του εύρους της διασύνδεσης και του επιχειρηματικού πνεύματος του ιδιώτη. Ο πατέρας ενός παλιού συμμαθητή του Μάρκου, από αυτούς που τον είχαν προλάβει και ξεπεράσει στις τελευταίες τάξεις του σχολείου, διορίστηκε διευθυντής σε ένα τέτοιο σχολείο Γ΄, ο Μάρκος ενημερώθηκε εγκαίρως από κάποιον κοινό γνωστό, που τον βρήκε σε μια συνοικιακή καφετέρια να πίνει φραπέ με τα πόδια ακουμπισμένα στην αντικρινή καρέκλα κι έτσι αποκαλύφθηκε η πραγματική φύση του γιου του Πάολο και της Σάρα: διέθετε όλα τα προσόντα για να αναδειχτεί σε έναν μάγο των Ομάδων Εργασίας, ήταν σκληρός στις διαπραγματεύσεις, άτεγκτος με τα παιδιά της Ομάδας, ικανός να πετυχαίνει την υψηλότερη αμοιβή για τον ίδιο και τις χειρότερες συνθήκες εργασίας για τους «Εθελοντές», ιδιαιτέρως επιδέξιος στο να καλύπτει τις περιπτώσεις των εργατικών ατυχημάτων, τα οποία έτσι κι αλλιώς τις περισσότερες φορές οφείλονταν στην αθεράπευτη βλακεία των Εθελοντών. Η συμμετοχή στην Ομάδα ήταν υποχρεωτική για ένα χρόνο κι έπειτα οι «απόφοιτοι» απορροφούνταν από τα εργοστάσια ως μόνιμοι εργάτες, όμως ο Μάρκο κατάφερνε να διατηρεί πάντα σταθερό τον αριθμό των Μελών της δικής του ομάδας, αρπάζοντας πάντα απ’ τα χέρια των άλλων επενοικιαστών τους καλύτερους: τους πιο χαζούς, χεροδύναμους και υπάκουους μαθητές. Δεν ξέρουμε γιατί ο πατέρας του παλιού συμμαθητή έδωσε αυτήν την ευκαιρία σε έναν παλιό του μαθητή που είχε υποχρεωθεί κάμποσες φορές να αφήσει στην ίδια τάξη. Ίσως ίσως ακριβώς γι’ αυτό, ένιωσε να ξυπνάει μέσα του ένα πατρικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον νέο με τα μακριά μαλλιά και τα θλιμμένα μάτια, που, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, άξιζε μια ευκαιρία σ’ αυτήν τη ζωή -τι κι αν δεν έπαιρνε από γράμματα;- κι ίσως θα ήταν ο ιδανικός υπεύθυνος γι’ αυτά τα παιδιά που επίσης δεν έπαιρναν από γράμματα και πολλές φορές ούτε από λόγια.

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2, μέρος β΄


Στο σχολείο τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στο σπίτι. Ο Μάρκο ήταν «μαθητής της γαλαρίας», από ’κείνους που μπορούν να οδηγήσουν σε απόγνωση και τους πιο υπομονετικούς καθηγητές. Σφύριζε, σκάλιζε τη μύτη του, ανέβαζε τα πόδια στο θρανίο, πείραζε όποιον καθόταν σε απόσταση βολής, έσκιζε χαρτιά, έφτιαχνε σαΐτες… Ναι, έφτιαχνε καταπληκτικές σαΐτες! Ύστερα από κάμποσες χρονιές στην ίδια τάξη είχε γίνει μάστορας στην αεροδυναμική, πράγμα για το οποίο τον θαύμαζαν όλοι οι μαθητές της γαλαρίας αλλά και κάμποσοι απ’ τους άλλους, που βέβαια δεν θα το ’δειχναν σε καμία περίπτωση. Οι σαΐτες του μπορούσαν να διασχίσουν ολόκληρο το προαύλιο και να προσγειωθούν με μαγική ακρίβεια στα πόδια ακριβώς εκείνου για τον οποίον προορίζονταν τα γραμμένα πάνω τους -προσβλητικά συνήθως- λόγια. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να επικοινωνεί με έναν τρόπο απίθανο κι αληθινά ευφάνταστο, που καταργούσε την προσωπική του συστολή και να ενημερώνει άπαντες για τη γνώμη του: «ο γυμνασιάρχης είναι γουρούνι», «ο λυκειάρχης είναι μαλάκας», «η Έλσα είναι και πολύ γκόμενα» και πάει λέγοντας. Κι εκείνες τις ελάχιστες φορές που ένιωσε ερωτευμένος στ’ αλήθεια με κάποια απ’ τις συμμαθήτριες, ο μόνιμος τρόπος εκδήλωσης των συναισθημάτων του ήταν οι σαΐτες. Με τα κορίτσια είχε μεγάλη επιτυχία έτσι κι αλλιώς. Μια επιτυχία λιγάκι άγευστη, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να την απολαύσει, λόγω της φυσικής του συστολής και της απόλυτης αδυναμίας του να εκφράσει οποιοδήποτε συναίσθημα. Ήταν όμως στ’ αλήθεια γοητευτικός: ψηλός, με μαύρα μακριά μαλλιά και μάτια πάντα σκιασμένα από εκείνη ακριβώς την αδιόρατη θλίψη που κάνει τα κορίτσια να τρελαίνονται και να ποθούν να την γιατρέψουν ή τουλάχιστον να την πληθύνουν. Το βάδισμά του ήταν ιδιαίτερο. Προχωρούσε λιγάκι άτσαλα, αλλάζοντας ρυθμό σε κάθε βήμα, θαρρείς και χόρευε με μια μουσική που δεν άκουγε άλλος εκτός από αυτόν, λυγίζοντας ελαφρά τα αυτοκρατορικά του γόνατα και κουνώντας όσο ακριβώς χρειαζόταν τα γυμνασμένα του χέρια. Δεν μιλούσε πολύ- αυτό το είπαμε ήδη- κι αυτό τον έκανε ακόμα πιο γοητευτικό, γιατί μπορούσε κανείς να υποθέσει ό,τι ακριβώς επιθυμούσε μέσα σε κείνη τη σιωπή και κανείς δεν μάντευε την πραγματική της αιτία: ο Μάρκο δεν είχε τι να πει. Ποτέ και σε κανέναν. Κολυμπούσε πάντα κάπου λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο πίσω απ’ τα πράγματα –ούτε εκείνος ήξερε να πει- κι ένιωθε γι’ αυτό εκτός τόπου και χρόνου. Άβολη αίσθηση που τη σκέπαζε η σιωπή κι ένα γοητευτικό αινιγματικό χαμόγελο, αποτέλεσμα μακρόχρονης εξάσκησης μπροστά στον καθρέφτη. Ντυνόταν επιδεικτικά με κολλητά παντελόνια και δερμάτινα μπουφάν και πολύ θα γούσταρε να ’χε μια μηχανή, πράγμα που τόσο η Σάρα όσο και ο Πάολο του το ’χαν ξεκόψει εξ αρχής. Με το πέρασμα των χρόνων δυο πράγματα στέριωναν μέσα του βαθύτερα: η απέχθεια για την πολιτική και η λατρεία του για τον Μίστερ Τζι. Ναι, λατρεία είναι η μόνη λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει την μονόδρομη σχέση του Μάρκο με τον ήρωά του. Κάποια στιγμή στην εφηβεία του σταμάτησε να αγοράζει το εβδομαδιαίο περιοδικό, σταμάτησε να συζητάει τις περιπέτειες του υπέρ-κατασκόπου με τους λιγοστούς φίλους που μοιράζονταν το πάθος του, έκρυψε στο πατάρι την τεράστια συλλογή των κόμικς, όσων κατόρθωσε να μαζέψει μετά την καταστροφική επέμβαση της Σάρας αλλά μέσα του είχε στήσει έναν υψηλό βωμό ολότελα αφιερωμένο σ’ αυτόν ακριβώς τον τύπο ανθρώπου που εκπροσωπούσε ο Μίστερ Τζι: στον άνθρωπο που δεν έχει ηθικούς φραγμούς κι ενδοιασμούς, που δεν δένεται συναισθηματικά με τίποτα και με κανέναν, εκτός ίσως απ’ το υπέρ-αυτοκίνητό του στο οποίο είχε μια ξεχωριστή αδυναμία. Οι γυναίκες γι’ αυτόν τον τύπο άντρα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μέσο κοινωνικής επίδειξης της ανυπέρβλητης υπεροχής του σε σύγκριση με όλα τα άλλα αρσενικά και μέσο ανακούφισης βιολογικών αναγκών που καθόλου δεν έπρεπε να μπερδεύονται με συναισθηματισμούς και αηδίες. Ο Μάρκο ξέχασε στην πορεία πως ο Μίστερ Τζι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κι ήταν μονάχα κόμικ σχεδιασμένο με λεπτό μαρκαδοράκι και τυπωμένο σε χαρτί διαστάσεων Α3 και προσπαθούσε να εναρμονίσει τη συμπεριφορά του με την συμπεριφορά που υπέθετε ότι θα επιδείκνυε ο ήρωάς του σε ανάλογες περιστάσεις. Κάθε φορά, λοιπόν, που κάποια κοπέλα άφηνε το αποτύπωμα της μορφής της σε κάποιο επικίνδυνα ανεξέλεγκτο σημείο του εγκεφάλου του, ο Μάρκο ένιωθε να απειλείται ο ίδιος του ο ανδρισμός και φρόντιζε να καταστρέψει όσο γινόταν γρηγορότερα εκείνη την απειλητική μορφή πράττοντας με όση σκληρότητα του επέτρεπε κάθε φορά η περίσταση και η καλά ακονισμένη φαντασία του. Κατά τα άλλα λίγα πράγματα φαίνονταν να αξίζουν στη ζωή: τα ακριβά αυτοκίνητα, οι μηχανές μεγάλου κυβισμού, τα λεφτά, η δύναμη που πηγάζει απ’ τα λεφτά κι οι καλές γνωριμίες που μπορούν να μεταφραστούν σε δύναμη και λεφτά –ίσως και με την αντίστροφη σειρά.
Όταν λοιπόν έγιναν οι εκλογές εκείνες, που άνοιξαν μια καινούργια σελίδα στην ιστορία της χώρας, ο Μάρκο, αν και ήταν ο μόνος απ’ τους συμμαθητές του που είχε δικαίωμα ψήφου όντας ο μεγαλύτερος όχι μόνο της τάξης αλλά και του σχολείου ολόκληρου, δεν φάνηκε να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. Ο Πάολο προσπάθησε να του κάνει κάποια κουβέντα σχετικά με το θέμα –η Σάρα είχε παραιτηθεί προ πολλού από κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με το γιο της- αλλά η αντίδραση του ήταν τόσο απότομη και κοφτή που το θέμα έκλεισε πριν καλά καλά ανοίξει. Ούτε ήξερε πραγματικά τι πρέσβευαν οι υποψήφιοι, ούτε τι σήμαινε αυτό για την ζωή της χώρας. Ήταν πεπεισμένος πως η πολιτική ήταν μια μεγάλη βρωμιά, ένα παραμύθι για μεγάλους, που δεν είχε ούτε τόση δα απ’ τη λάμψη του δικού του παραμυθιού και που στο τέλος τέλος δεν τον αφορούσε. Όποιο και να ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών η ζωή του δεν επρόκειτο να αλλάξει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό και όχι, δεν τον ενδιέφερε καθόλου ποιόν ηλίθιο γραβατωμένο τύπο θα βλέπει συχνότερα στην τηλεόραση να αραδιάζει μπαρούφες με ύφος ηγέτη. Στο κάτω κάτω αυτοί καλά ήταν βολεμένοι όλοι τους, με τις σπιταρόνες, τις αμαξάρες και τα φράγκα να ξεχειλίζουν απ’ τις τσέπες τους. Ποιος άνθρωπος, που να του κόβει λίγο, θα μπορούσε να πιστέψει ότι έστω κι ένας απ’ αυτούς τους τύπους νοιαζόταν πραγματικά για το μέλλον της χώρας ή πολύ περισσότερο για το μέλλον του ίδιου του Μάρκου προσωπικά! Εκείνος λοιπόν γιατί να νοιαστεί; Ο Πάολο ήθελε να του εξηγήσει πως ίσα ίσα αυτή η διαφθορά, που κυριαρχούσε στο πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο ήταν που έπρεπε να τον ανησυχεί, πως ενάντια σε αυτήν την βρωμιά έπρεπε να παλέψουν όλοι οι νέοι άνθρωποι, πως αυτοί οι γραβατωμένοι τύποι ήταν εκείνοι ακριβώς που σφετερίστηκαν τον αγώνα της δικιάς του γενιάς και βούλιαξαν ξανά τη χώρα στο χάος, πάνω που είχε αρχίσει να διαγράφεται η ελπίδα για ένα μέλλον λιγάκι πιο ανθρώπινο, πως αυτοί οι άνθρωποι είναι που του σακάτεψαν τα πόδια, οι ίδιοι ντυμένο με άλλα ρούχα κι άλλες μάσκες είχαν σκοτώσει το Μάρκο κι είχαν ρίξει τη μάνα του στην απελπισία, ήθελε να του πει και άλλα πολλά για ελευθερία και δικαιοσύνη, για ισότητα και κοινωνική ισορροπία, για αξιοκρατία και πρόοδο, αλλά όσο εκείνος τα κλωθογύριζε στο νου του ψάχνοντας τρόπο να κάνει την αρχή, ο Μάρκο είχε κιόλας βουτήξει όσα λεφτά υπήρχαν στο συρτάρι της κρεβατοκάμαρας κι είχε φύγει βροντώντας πίσω του την πόρτα κατά το συνήθειό του. Η ανερχόμενη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ήταν το κόμμα της Εθνικής Προόδου. Απαρτιζόταν από πρώην μέλη του απελευθερωτικού αγώνα και κεντρώες δυνάμεις ασαφούς προέλευσης και ακόμη πιο ακαθόριστου προορισμού. Αλλά αυτή ήταν και η βασική δύναμη του κόμματος που του εξασφάλισε τελικά και τη νίκη στις επόμενες εκλογές: ήταν τόσο «ευέλικτο» που δεν είχε πρόγραμμα. Οι αντίπαλοι το κατηγορούσαν γι’ αυτό, κυρίως οι αριστεροί που εξακολουθούσαν να οραματίζονται μια ελεύθερη προοδευτική κοινωνία με δωρεάν παιδεία, κοινωνική πρόνοια και ισότητα και ξημεροβραδιάζονταν σε συνελεύσεις επί συνελεύσεων για να οργανώσουν το πρόγραμμά τους, αλλά και οι πιο συντηρητικοί που διέβλεπαν σε αυτήν την έλλειψη προγράμματος να ελλοχεύει ο κίνδυνος της αναρχίας. Της αναρχίας…! Σιγά! Το Εθνικό Κόμμα δεν ήταν καθόλου επιρρεπές στην αναρχία και ο Πρόεδρος του είχε σαφώς δηλώσει στην προεκλογική του εμφάνιση στην τηλεόραση ότι «οι ανερχόμενες προοδευτικές δυνάμεις σκόπευαν να πατάξουν την αναρχία, να αποτρέψουν την διάλυση του κράτους και να προωθήσουν τον εκσυγχρονισμό». Ο οργισμένος εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος ρώτησε πώς σκόπευαν να τα πραγματοποιήσουν όλα αυτά, ποια είναι τέλος πάντων η προεκλογική διακήρυξη των Εθνικών κι έλαβε την αποστομωτική απάντηση: «η απουσία προγράμματος είναι δύναμη, γιατί εξασφαλίζει την ευελιξία του μελλοντικού κυβερνητικού οργανισμού, που σκοπεύει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα κατά μέτωπο, όπως αυτά εμφανίζονται, χωρίς πολιτικολογίες και περιττές φλυαρίες». Πολλοί πείστηκαν. Αρκετοί. Ίσως να βοήθησε σε αυτό κι η εμφάνιση του αρχηγού: νέος, ούτε σαράντα καλά καλά, ωραίος, ψηλός κι ευθυτενής σαν ηθοποιός που ξέρει να γεμίζει τη σκηνή με το παράστημά του, δίχως λόγια, πάντα ντυμένος άψογα με ακριβά κουστούμια μεγάλων σχεδιαστών και την γραβάτα δεμένη λιγάκι χαλαρά, να δίνει ένα τόνο ανεμελιάς στο σύνολο. Του Μάρκο του θύμιζε τον Μίστερ Τζι. Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τον ψήφισε τελικά συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη της νέας κυβέρνησης. Ήταν που κάθε εμφάνιση του αρχηγού στην τηλεόραση προκαλούσε τη νευρική κατάρρευση της μάνας του κι έστελνε τον πατέρα του στον καναπέ με ένα μπουκάλι ούζο για συντροφιά, ήταν που γούσταρε πολύ ότι κανείς δεν μπορεί να αντικρούσει έναν άνθρωπο «χωρίς πρόγραμμα» και χωρίς «ανοιχτά χαρτιά» , ήταν που, ό,τι έλεγε, έκανε ή υποσχόταν αυτός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνα που άκουγε στις πολιτικές συζητήσεις που γίνονταν στο σπίτι του και δεν του θύμιζαν σε τίποτα μουχλιασμένους ήρωες σε βάθρα γεμάτα γκράφιτι και συνθήματα. Ε, εντάξει, ήταν και που έμοιαζε λιγάκι στον Μίστερ Τζι, αλλά αυτό δεν θα το ομολογούσε με τίποτα και σε κανέναν, ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό.

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 2 - Μίστερ Τζι

Παρά τα όσα ισχυρίζονται οι σοφοί, ο λαός και διδάσκεται από την ιστορία του και μνήμη έχει τέτοια που να μην επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, τουλάχιστον όχι αμέσως μετά αφού μόλις τα έχει διαπράξει για πρώτη φορά. Κι αν αυτή η ικανότητα δεν αφορά όλους τους πολίτες ως σύνολο, αφορά οπωσδήποτε τον καθένα ξεχωριστά με αποτέλεσμα να παρατηρείται ένα άκρως ενδιαφέρον φαινόμενο: ενώ ο καθένας διδάσκεται από τα λάθη των γονιών του και φροντίζει ενστικτωδώς να μην τα επαναλάβει στη δική του ζωή, το σύνολο του πληθυσμού κατορθώνει με έναν μαγικό τρόπο να επαναλάβει ό,τι ακριβώς είχε συμβεί και στο παρελθόν, θαρρείς και το άθροισμα πολλών μικρών διαφορετικών ιστοριών έχει σαν αποτέλεσμα πάντα το ίδιο κοινό νούμερο…
Ο Μάρκο δεν ήταν επαναστάτης. Κι αν ο άντρας της μάνας του, ο συνονόματος, έγινε εξ ανάγκης επαναστάτης και θυσιάστηκε, εκείνος αποφάσισε από νωρίς να κρατηθεί μακριά από την πολιτική ζωή της χώρας, να μην αγγίξει ποτέ πολιτικό φυλλάδιο, να μην συμμετάσχει σε καμία πορεία διαμαρτυρίας, να μην ανοίξει άλλο βιβλίο από τα κόμικς που πουλούσαν στα περίπτερα. Ήρωάς του δεν ήταν ο πατέρας του, ο Πάολο με τα σακατεμένα απ’ τον καιρό της εξορίας πόδια, ούτε φυσικά η νευρωτική του μάνα, η Σάρα, η πρώην αντάρτισσα, που εκεί πάνω στα βουνά είχε φαίνεται ξεχάσει να ’ναι μάνα και γυναίκα κι είχε μετατρέψει την παιδική του ηλικία σε μια πραγματική κόλαση στρατιωτικής πειθαρχίας και αναγκαστικής συμμετοχής σε διάφορες επετείους μνήμης των πεσόντων στον αντιδικτατορικό αγώνα. Του είχε σπάσει κυριολεκτικά τα νεύρα! Τις Κυριακές που τα άλλα παιδιά βγαίνανε να παίξουνε στους δρόμους, η Σάρα έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι σαν χωριάτισσα περασμένων εποχών, έντυνε και τα παιδιά με τα καλά τους και τα πήγαινε εκδρομή στα πρώην στρατόπεδα και νυν Μουσεία Ιστορικής Μνήμης, έξω απ’ τους περιβόλους των φυλακών, σε όλες τις εκδηλώσεις που απέτειναν φόρο τιμής στους απολεσθέντες αγωνιστές κι ύστερα τάραζε τα απογεύματά τους με φριχτές διηγήσεις για βασανιστήρια και απίθανα μαρτύρια που γέμιζαν τις νύχτες τους με εφιάλτες, ακρωτηριασμένα πτώματα, απανθρακωμένα μέλη, χέρια δίχως νύχια, εξαρθρωμένες μασχάλες. Τα άλλα δυο αδέρφια του δεν διαμαρτύρονταν. Εκείνοι όλο και κάτι θυμούνταν απ’ τον ήρωα πατέρα τους, όλο και κάτι διατηρούσαν στη μνήμη από τα χρόνια της δικτατορίας κι αν τότε δεν καταλάβαιναν και πολλά κοντά στη μισότρελη γιαγιά τους, το γεγονός και μόνο ότι είχαν υποχρεωθεί να ζήσουν δύο χρόνια με τη γριά κι ο θάνατος του Μάρκο, τους έκανε τώρα να αισθάνονται πως είχαν συμμετάσχει στον αγώνα προσωπικά κατά κάποιον τρόπο κι αυτό το ηρωικό παρελθόν τους αφορούσε. Εκείνον όμως; Εκείνον, όχι, δεν τον αφορούσε κι ούτε ήθελε να τον αφορούν μουχλιασμένα κιτάπια με φωτογραφίες κι ανόητα παράσημα που είχαν πληρωθεί με αίμα και βλακεία. Ήρωάς του δεν ήταν κανένας από αυτούς τους κακομοίρηδες αντιστασιακούς που η κακιά τους μοίρα το ’φερε να μπλεχτούν σε μια ηλίθια μάχη με το τίποτα και να δώσουν την ίδια τους τη ζωή για κάτι τόσο κενό και άνοστο όπως η ελευθερία. Δικός του ήρωας ήταν ο Μίστερ Τζι, ο σούπερ κατάσκοπος των εβδομαδιαίων κόμικς, αυτός που είχε στη διάθεσή του κάθε είδους απίστευτο μηχάνημα νέας τεχνολογίας, ένα αυτοκίνητο που πετούσε στον αέρα και έπλεε στη θάλασσα, μια φωτογραφική μηχανή με ακτίνες Χ που φωτογράφιζε και πίσω από τοίχους, ένα δικό του, ολόδικό του αεροπλάνο και όπλα που μπορούσαν να εξολοθρεύσουν έναν ολόκληρο στρατό αντιπάλων. Αυτός ήταν ήρωας! Φορούσε πάντα γκρίζο γυαλιστερό κουστούμι και μαύρα γυαλιά, λουστρίνι παπούτσι και άψογη γραβάτα, είχε μαύρα πυκνά μαλλιά κι οι γυναίκες τρελαίνονταν για ένα μονάχα βλέμμα του. Ο Μάρκος έτρεχε κάθε Πέμπτη μετά το σχολείο στο περίπτερο κρατώντας σφιχτά στην παλάμη τα χρήματα που είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να βουτήξει απ’ τη μάνα του ή απ’ το πορτοφόλι του πατέρα του κι είχε μόνο μία αγωνία: μην είχε κιόλας εξαντληθεί το καινούργιο τεύχος. Όταν το έπαιρνε επιτέλους στα χέρια του, δεν το ξεφύλλιζε ποτέ στο δρόμο, το έκρυβε ανάμεσα στα σχολικά βιβλία και περίμενε την ώρα που θα βρισκόταν μόνος στο δωμάτιό του, για να μπορέσει να γευτεί την αγωνία της νέας περιπέτειας.
Μια Κυριακή, επιστρέφοντας από μια υποχρεωτική επίσκεψη στη «γιαγιά» με τον «μπαμπά», βίωσε για πρώτη φορά τη βασανιστική αίσθηση της άδικης απώλειας και της βαθιάς οργής, όταν συνειδητοποίησε ότι το ράφι της βιβλιοθήκης του, όπου καιρό τώρα μάζευε ένα ένα όλα τα τεύχη με τις περιπέτειες του Μίστερ Τζι, ήταν άδειο. Η μάνα του τα είχε πετάξει, είχε πετάξει όλες αυτές τις «συντηρητικές αηδίες που του θόλωναν την κρίση και του αποσπούσαν την προσοχή από τα μαθήματά του», όλα εκείνα τα «πεταμένα λεφτά» βρέθηκαν «εκεί που ήταν η θέση τους: στα σκουπίδια» κι ο Μάρκος, προγονός του νεκρού Μάρκου και του ζωντανού Πάολο κατάλαβε για πρώτη φορά στη ζωή του μιας κι εξαρχής δύο πράγματα: ότι μισούσε τη μάνα του κι ότι ήταν μόνος. Παραδόξως δεν έκλαψε εκείνο το απόγευμα, δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν είπε κουβέντα. Την επόμενη Πέμπτη πήγε ξανά στο περίπτερο, αγόρασε το καινούργιο τεύχος, βρήκε καινούργια κρυψώνα για τον ήρωά του κι όλα φάνηκαν να επιστρέφουν στην προηγούμενη γαλήνη. Μέχρι εκείνη τη μέρα που η Σάρα πήγε για χιλιοστή διακοσιοστή πρώτη φορά να ανοίξει το κουτί με τις φωτογραφίες του Μάρκο, του ήρωα, από εκείνα τα περασμένα χρόνια, και το βρήκε άδειο. Τα παιδιά έλειπαν απ’ το σπίτι κι ήταν ο Πάολο εκείνος που παρακολούθησε την σκηνή υστερίας, που άκουσε όλες τις απειλές για το γιο τους, όλα εκείνα τα φοβερά «θα», όλες τις κατάρες και τις ευφάνταστες τιμωρίες και δεν προσπάθησε ούτε μια στιγμή να την διακόψει ή να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του μικρού, που βαθιά μέσα του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Φυσικά ούτε αυτό τόλμησε να πει. Όταν τα παιδιά γύρισαν στο σπίτι, η Σάρα αρκέστηκε να πετάξει στο κεφάλι του Μάρκο το άδειο κουτί και δυο βαριές κουβέντες: «η κατάρα του πάνω σου». Το βράδυ, πεσμένη μπρούμυτα στο μαξιλάρι και μουσκεύοντας με φρέσκα δάκρυα την παλιά βαμβακερή μαξιλαροθήκη συνειδητοποίησε κι εκείνη δυο πράγματα: ότι η αντεκδίκηση ήταν δίκαιη κι ότι είχε χάσει το γιο της για πάντα.

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος θ΄

Μετά το θάνατο της Ρόζας την Προεδρική κατοικία την τύλιξε βαθύ πένθος και το νου του Προέδρου το μαύρο σκοτάδι, που ’ναι βαρύτερο και πιο πηχτό απ’ το πένθος και που μπορεί να θολώσει και τη διαυγέστερη κρίση, πόσο μάλλον την κρίση ενός γερασμένου Ηγέτη, που παρ’ όλη την αναμορφωτική του προσπάθεια βλέπει ότι η κοινωνία δε διορθώνεται και πάνω απ’ όλα: οι γυναίκες ήταν, είναι και θα είναι πουτάνες, ακόμα κι αυτές που ευωδιάζουν μες στον ύπνο τους άρωμα γαρδένιας – αυτές πολύ περισσότερο! Πέρασαν κάμποσες μέρες πριν να είναι και πάλι σε θέση να ασχοληθεί με τα κυβερνητικά του καθήκοντα και όταν πήρε ξανά στα χέρια του τις υποθέσεις του κράτους, το έκανε ανόρεχτα και νυσταγμένα, αφήνοντας μεγάλες δικαιοδοσίες στο δεξί του χέρι, τον κ. Ταγματάρχη. Ο ίδιος προσωπικά είχε διάθεση να ασχοληθεί μονάχα με θέματα υψίστης σημασίας, που είχαν να κάνουν με την οριστική προσπάθεια απαλλαγής αυτής της κοινωνίας απ’ τη διαφθορά. Έχοντας κάψει ο ίδιος τη γούνα του στη φωτιά του έρωτα, πίστεψε πως απ’ αυτόν πηγάζουν τα μεγαλύτερα δεινά για μια κοινωνία και πως, αν υπήρχε τρόπος να απαγορευτεί το να ερωτεύονται οι πολίτες, όλα τα προβλήματα θα λύνονταν ως διά μαγείας κι όλες οι μελλοντικές γενιές θα τον ευγνωμονούσαν συνειδητοποιώντας από τι ζυγό τις είχε απαλλάξει. Ήξερε όμως, το διάβαζε μέσα του τα βράδια που κοιμόταν κατάχαμα στην προεδρική κρεβατοκάμαρα, μη μπορώντας να αντέξει την παγωνιά του διπλού κρεβατιού και την ανάμνηση της σκοτωμένης Ρόζας κάτω απ’ το γυμνό σώμα του εραστή της πάνω σε εκείνο το ίδιο κρεβάτι, ένιωθε βαθιά μέσα του, στους χαλαρωμένους μυώνες του, στο πονεμένο του υπογάστριο, στα τριξίματα των αρθρώσεων, στο αραιωμένο του αίμα, ένιωθε πως ο έρωτας δεν μπορούσε να απαγορευτεί, γιατί, αν απαγορευόταν, θα δυνάμωνε, θα αποκτούσε διαστάσεις Τιτάνα και θα έμπλεκε στα δίχτυα του ακόμα κι εκείνους που ως τότε του είχαν διαφύγει, θα απλωνόταν πάνω απ’ την πολιτεία του σαν τεράστιο εξωτικό φυτό με γιγάντιες ρίζες και θα σκίαζε κάτω απ’ τις άνομες φυλλωσιές του κάθε καρδιά –περισσότερο ή λιγότερο τρυφερή-, κάθε σώμα –περισσότερο ή λιγότερο νέο-, κάθε σκέψη –,περισσότερο ή λιγότερο νωθρή. Αφού εκείνος είχε νικηθεί, όλοι θα νικιόνταν. Αφού εκείνος είχε τυφλωθεί, όλοι μπορούσαν να τυφλωθούν. Ένα απ’ τα βράδια της αγρύπνιας του αποφάσισε πως η λύση βρισκόταν αλλού κι αν δεν ήταν ριζική, ήταν τουλάχιστον μια κάποια λύση. Η ξαφνική του έμπνευση τον οδήγησε να εκδώσει την επομένη κιόλας μέρα ένα διάταγμα που ξάφνιασε ακόμα και τους πιο στενούς του συνεργάτες και προκάλεσε μεγάλο κύμα διαμαρτυριών στο λαό. Σύμφωνα με αυτό όλες οι μαθήτριες της χώρας έπρεπε να εξεταστούν από γιατρούς, ώστε να πιστοποιηθεί η αγνότητά τους. Όσες είχαν διαπράξει το μέγα σφάλμα θα αποβάλλονταν αμέσως από όλα τα δημόσια σχολεία, ενώ οι υπόλοιπες θα μπορούσαν να τελειώσουν τη μαθητεία τους με τακτικούς ιατρικούς ελέγχους μέχρι την αποφοίτηση κι, εφ’ όσον το επιθυμούσαν, να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο. Οι δρόμοι της επαγγελματικής εκπαίδευσης θα έμεναν κλειστοί για τις κοπέλες που είχαν υποπέσει στο αμάρτημα του έρωτα κι όταν κάποιος συνεργάτης επεσήμανε αυτήν την παράμετρο στον κ. Στρατηγό, εκείνος απάντησε ανενδοίαστα: «Ας γίνουν πουτάνες!» Ο καθένας μπορεί εύκολα να φανταστεί τα οικογενειακά δράματα που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες, όταν οι πρώτοι γιατροί στάλθηκαν στα δημόσια σχολεία της πρωτεύουσας. Οι μαθήτριες των μεγαλυτέρων τάξεων είχαν ανατραφεί κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό καθεστώς, στο οποίο είχαν διδαχθεί πως δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο στη σαρκική επαφή. Αντιθέτως, τα προηγούμενα χρόνια ήταν μάλλον ντροπή το να παραδεχτεί μια κοπέλα την παρθενία της, κι έτσι πολλές την ξεφορτώνονταν στην πρώτη ευκαιρία, δίχως να τους περνά απ’ το νου πως έτσι ξεφορτώνονταν άπαξ και διά παντός και κάθε δυνατότητα αξιοπρεπούς επαγγελματικής αποκατάστασης. Κάμποσες τελειόφοιτες αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν εκείνες τις μέρες –κυρίως οι καλές μαθήτριες-, κάμποσες τα κατάφεραν αργότερα κι οι γυναικολόγοι έκαναν χρυσές δουλειές σε παράνομα ιατρεία, όπου εξασκούσαν και πάλι μια παλιά ξεχασμένη τεχνική, που είχε σώσει και στο παρελθόν πλήθος γυναικών από τον δημόσιο εξευτελισμό: την παρθενορραφή. Παρ’ όλα αυτά η πλειονότητα των μαθητριών των μεγαλυτέρων τάξεων και κάμποσα κορίτσια απ’ τις μικρότερες τάξεις είδαν εκείνον τον καιρό τις πόρτες των σχολείων να κλείνουν πίσω τους οριστικά και αμετάκλητα.
Ο Ταγματάρχης που εδώ και καιρό ανησυχούσε για την πνευματική υγεία του κ. Στρατηγού αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός να κάνει κάτι, κάτι που θα εμπόδιζε την συνολική καταστροφή, απόφαση που εδραιώθηκε μέσα του μετά την ανακοίνωση του επομένου κυβερνητικού διατάγματος, που, όπως και το πρώτο, έπιασε στον ύπνο ολόκληρο το κυβερνητικό επιτελείο. Με αυτό ο Ηγέτης ανακοίνωνε ότι στο εξής δε θα χορηγούνταν άδειες γάμου σε όλες εκείνες που στο παρελθόν είχαν συμμετάσχει σε διαγωνισμούς ομορφιάς, ασχέτως με το αν είχαν κερδίσει ή όχι κάποιον τίτλο, καθώς και σε όλες τις γυναίκες που είχαν τις απαγορευμένες αναλογίες 90-50-90 με απόκλιση πέντε εκατοστών πάνω κάτω και ύψος πάνω από ένα μέτρο και εβδομήντα πέντε εκατοστά. Κάμποσες νύφες έμειναν με τα νυφικά στο χέρι καθώς ο νόμος είχε και αναδρομική ισχύ για όσους είχαν βγάλει τις άδειες γάμου το τελευταίο τρίμηνο και κάμποσες άλλες άρχισαν να τρώνε μανιωδώς, παλεύοντας να απαλλαγούν από τις θελκτικές τους αναλογίες, που γίνονταν τώρα εμπόδιο στην οικογενειακή τους ευτυχία. Τα τακούνια καταργήθηκαν και μεγάλα στοκ εμπορευμάτων έμειναν απούλητα στις αποθήκες, πράγμα που προκάλεσε την αντίδραση των εμπόρων. Όμως ο Στρατηγός έμεινε αμετάπειστος. Αμετάπειστος ο Στρατηγός, άναυδος ο Ταγματάρχης, που εκτός όλων των άλλων είχε να αντιμετωπίσει και τον συνεχώς αυξανόμενο κίνδυνο των ανταρτών, που ήδη πολιορκούσαν την πρωτεύουσα και δεν έδειχναν κανένα σημάδι υποχώρησης, παρ’ όλες τις συντονισμένες ενέργειες του στρατού. Ο νέος ταλαντούχος πολιτικός έβλεπε πως ο Ηγέτης τα ’χε πια εντελώς χαμένα, πως ο τρόπος με τον οποίο επέλυε τα προβλήματά του με τις γυναίκες αποδεικνυόταν καταστροφικός για το καθεστώς, καθώς τα τελευταία του διατάγματα είχαν προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και στους οικονομικά ισχυρούς κύκλους, που ως τότε στήριζαν ανεπιφύλακτα την Επανάσταση, μα τώρα απειλούσαν πως όχι πια, πως δε θα έδιναν δεκάρα στο εξής για έναν ξεμωραμένο, ξοφλημένο παππού, που άλλη δουλειά δεν έκανε από το να χώνει την κυβερνητική του μύτη στις κιλότες των κοριτσιών ψάχνοντας εκεί -και μονάχα εκεί- για εχθρούς του κράτους, την ώρα που οι αντάρτες λυμαίνονταν την επαρχία και απειλούσαν την πρωτεύουσα, την ώρα που η Αντίσταση οργανωνόταν και στο εξωτερικό και η χώρα δεχόταν πιέσεις απ’ όλες τις πλευρές, την ώρα που οι ίδιοι έχαναν μεγάλα κεφάλαια λόγω της επισφαλούς πολιτικής κατάστασης, και όχι, κύριοι, αυτό δεν μπορούσαν άλλο να το ανεχθούν. Με κάποιον τρόπο έπρεπε να επέλθει η γαλήνη στη χώρα, με κάποιον τρόπο έπρεπε να απαλλαγούν από τον διεστραμμένο γεροξεκούτη, πριν τον συντρίψουν οι αντάρτες και αναλάβουν εκείνοι τη διακυβέρνηση, καταστρέφοντας μια κι έξω κάθε ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης και ήρεμου πολιτικού βίου. Ο Ταγματάρχης, που είχε πάρει από καιρό το μήνυμα, αποφάσισε τώρα πως κάτι έπρεπε να γίνει το συντομότερο για το καλό της χώρας. *** Τη βραδιά που δολοφονήθηκε ο Στρατηγός, η ομάδα της Σάρας είχε φτάσει στους λόφους που κύκλωναν την πρωτεύουσα από τα δυτικά κι είχε στρατοπεδεύσει πρόχειρα σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, που βρισκόταν αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Στόχος τους ήταν να εισβάλουν μυστικά στην πόλη και να κατευθυνθούν στο κτίριο της Ραδιοτηλεόρασης, όπου θα συναντιόνταν στις τέσσερις τα χαράματα και με άλλες ένοπλες ομάδες και θα επιχειρούσαν την έφοδο, για να μεταδώσουν το πρώτο ελεύθερο μήνυμα στο λαό, ύστερα από χρόνια κακόγουστων τηλεπαιχνιδιών, καουμπόικων ταινιών, μουσικών διαλειμμάτων και κυβερνητικών διαγγελμάτων. Ύστερα από λίγες ώρες ξεκούρασης, άρχισαν να κατεβαίνουν σιγά σιγά προς την πόλη. Η Σάρα αισθανόταν μια παράξενη συγκίνηση, που αυξανόταν ολοένα και περισσότερο, όσο η ίδια κι οι σύντροφοί της χώνονταν ολοένα και πιο βαθιά στους έρημους κακοφωτισμένους δρόμους εκείνης της δυτικής συνοικίας, όπου παλιά ερχόταν τις Κυριακές με τα παιδιά και τον Μάρκο για να περάσουν λίγες ώρες σε ένα υπαίθριο καφέ ή για να επισκεφτούν κάποιους μακρινούς συγγενείς απ’ την πλευρά του άντρα της, που είχαν μετακομίσει πριν από λίγα χρόνια απ’ το νησί τους στην πρωτεύουσα. Εκείνες οι Κυριακές, οι λιγάκι βαρετές και μουχλιασμένες από συζυγική γαλήνη, της φαίνονταν ετούτη τη νύχτα σαν το ομορφότερο κομμάτι της περασμένης της ζωής κι απορούσε πως τόσο καιρό τις είχε λησμονήσει. Περπατούσαν τοίχο τοίχο και σε σειρά, καμιά εικοσαριά άνθρωποι με τα όπλα στο χέρι, άντρες και γυναίκες απ’ όλα τα μέρη της χώρας, που είχαν βρεθεί σ’ ετούτα τα σοκάκια ύστερα από χρόνια περιπλάνησης και μαχών στα βουνά, αποφασισμένοι όλοι να νικήσουν ή να πεθάνουν, άνθρωποι που είχαν θάψει το παρελθόν τιμητικά και θυσίαζαν το παρόν στην ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Ήξεραν πως οι δρόμοι θα ήταν έρημοι, ήξεραν πως οι περιπολίες τις νύχτες είχαν λιγοστέψει, ήξεραν πως ο Στρατηγός περνούσε τις τελευταίες του μέρες κι είχε ήδη χάσει τον έλεγχο κι όλο το παιχνίδι, αλλά η νυχτερινή ησυχία κι η απόλυτη ερημιά τούς παραξένευε. Σιγά σιγά κι όσο πλησίαζαν προς το κέντρο, άρχισαν να βαδίζουν πιο θαρρετά, δίχως να αποφεύγουν το φως απ’ τις ηλεκτρικές λάμπες, δίχως να σκουπίζουν με τις ράχες τους τους τοίχους, η Σάρα μάλιστα ξέφυγε για λίγο πιο μπροστά κι έπιασε να βαδίζει στη μέση του δρόμου, σαν να επέστρεφε στο σπίτι της ύστερα από νυχτερινή διασκέδαση, πράγμα που αναστάτωσε όλη την ομάδα, της οποίας η ίδια ήταν αρχηγός. Κάποιος έτρεξε και την έπιασε απ’ το
μανίκι. «Συντρόφισσα, θα μας δουν». Τον κοίταξε, τα μάτια της γυάλιζαν σα να ’χε πυρετό ή σαν να αγωνιζόταν να μην κλάψει. «Ποιοι θα μας δουν; Δε βλέπεις; Αργήσαμε». Ο νεαρός δεν καλοκατάλαβε τι ήθελε να του πει η Σάρα και την σεβόταν πολύ για να επιμείνει με ερωτήσεις και νουθεσίες. Ήταν λίγους μήνες μαζί τους στο βουνό, είχε πάρει μέρος σε μάχες με τον κυβερνητικό στρατό κι είχε δει εκείνη τη γυναίκα με το βαρύ σώμα και το ψηλό μέτωπο να αγωνίζεται σαν λέαινα, που γυρνώντας στη φωλιά της την είχε βρει λεηλατημένη απ’ τις ύαινες. Μα κι εκείνη δεν ήθελε να πει τίποτα περισσότερο, ούτε κι ήξερε ποια μυστικά μηνύματα την είχαν φτάσει και της αποκάλυψαν την πραγματικότητα, ούτε κι ήξερε πως είχε τέτοια διαισθητική ικανότητα, αφού όσες φορές κι αν είχε προσπαθήσει να στείλει τη σκέψη της στον Μάρκο ή να πάρει από κείνον κάποιον μήνυμα αυτά τα τελευταία χρόνια, τα μαγνητικά πεδία την άδειαζαν πάντα στο κενό. Κι όμως απόψε ήταν σίγουρη. Γι’ αυτό κι ήταν η μόνη που δεν παραξενεύτηκε όταν φτάνοντας στο οικοδομικό τετράγωνο όπου στεγαζόταν η Ραδιοτηλεόραση είδαν από μακριά κάποιους άλλους συντρόφους να κάθονται κατάχαμα στο πεζοδρόμιο με τα όπλα ανάμεσα στα γόνατα, ακριβώς κάτω από την κολόνα με το φως, θαρρείς και δεν τους ένοιαζε πια αν και ποιος θα τους έβλεπε. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιοι πολίτες κι όσο περνούσε η ώρα μαζεύονταν κι άλλοι κι άλλοι, πολίτες κι αντάρτες που δε χρειαζόταν πια να παλέψουν για τίποτα, που δεν είχαν να καταλάβουν κανένα στόχο, που δεν τολμούσαν να πιστέψουν αυτό που ολοκάθαρα ανακοίνωναν τα ραδιόφωνα εδώ και μία ώρα: ο Στρατηγός ήταν νεκρός, δολοφονημένος από πρώην συνεργάτες του, οι οποίοι υπόσχονταν στο λαό να οδηγήσουν άμεσα τη χώρα σε δημοκρατικές εκλογές και καλούσαν τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα σε ένδειξη καλής θέλησης, αφού εκείνοι, την ίδια κιόλας μέρα είχαν ανοίξει τις φυλακές και τις εξορίες ελευθερώνοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους. Η Σάρα κάθισε κι αυτή στο πεζοδρόμιο πλάι στους συντρόφους της, μια γυναίκα έσκυψε και της έσφιξε τον ώμο. «Όλα πέρασαν πια. Είμαστε ελεύθεροι!» Εκείνη δεν μπορούσε να μιλήσει, το πρόσωπό της ήταν μουδιασμένο, δεν ήξερε αν έπρεπε να χαίρεται ή να λυπάται, μα περισσότερο λυπόταν κι όταν με το ξημέρωμα οι δρόμοι γέμισαν απ’ το αλλόφρων πλήθος που πανηγύριζε την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εκείνη αποχωρίστηκε την ομάδα της με δυο κουβέντες: «Πάω να πάρω τα παιδιά μου. Αν με χρειαστείτε, ξέρετε που θα με βρείτε». *** Ο Πάολο συνάντησε τη Σάρα σε ένα σπίτι που έμοιαζε φάντασμα του παρελθόντος κι αν δεν τη γνώρισε αμέσως, δεν ήταν επειδή εκείνη είχε αλλάξει με τα χρόνια και με την άγρια ζωή στο βουνό, αλλά επειδή και πριν δεν την είχε δει πολλές φορές, παρά μόνο σε μια-δυο συγκεντρώσεις του κόμματος, στις οποίες ο Μάρκος είχε πείσει με τα πολλά τη γυναίκα του να τον συνοδέψει. Εκείνη την εποχή, όμως, ο Πάολο δεν έκανε καν παρέα με τον Μάρκο παρ’ όλο που δούλευαν στο ίδιο μαγαζί κι οπωσδήποτε δε φανταζόταν ότι σε εκείνον ανήκε η πλάτη που θα δεχόταν τη σφαίρα του δικού του θανάτου δίνοντάς του μιαν ανέλπιστη παράταση ζωής για πολλά πολλά χρόνια. Η αίσθηση πως κάθε μέρα της ζωής του ήταν κλεμμένη απ’ τις πρώιμα χαμένες μέρες του Μάρκου τον έκανε να μη βρίσκει ησυχία τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης κι ολοένα να τριγυρίζει με το κουτσό του βάδισμα στην παλιά γειτονιά του συντρόφου του, παραφυλάγοντας να δει να ανοίγουν τα παράθυρα, να δει να ανάβει κάποιο φως, να δει να επιστρέφει η ζωή και μαζί με τη ζωή η Σάρα και τα παιδιά της. Είχε μάθει απ’ το κόμμα τη διεύθυνση κι από κει επίσης είχε μάθει πως η γυναίκα του νεκρού συντρόφου, που είχε διαπρέψει με το θάρρος της στον αγώνα κατά της δικτατορίας, είχε πάει στο χωριό της για να φέρει τα παιδιά της πίσω στο πατρικό σπίτι. Μετά από ένα μήνα ένα απόγευμα, ενώ έκανε τη συνηθισμένη πια βόλτα του έξω απ’ το χαμηλό σπίτι με τη ρημαγμένη αυλή και το χορταριασμένο κήπο, είδε μια γυναίκα να βγαίνει βαστώντας την πράσινη πλαστική λεκάνη της μπουγάδας. Είχε τα μαλλιά της κρυμμένα κάτω από ένα μαντίλι και τα μεγάλα χέρια της κινούνταν σαν πουλιά πάνω απ’ το σκοινί που άπλωνε τα ρούχα. Δεν τόλμησε να της μιλήσει. Στράφηκε κι έφυγε, αποφασισμένος να επιστρέψει ξανά αύριο κιόλας, και μεθαύριο, και παραμεθαύριο, μέχρι να βρει το κουράγιο να διαβεί το κατώφλι, να σταθεί μπροστά της και να της πει: «Είμαι ο Πάολο. Ο άντρας σας πέθανε για να με σώσει». Όμως όλες οι πρόβες του στον καθρέφτη πήγαν χαμένες, όταν δυο απογεύματα μετά κι ενώ πάλι στεκόταν σαν δαρμένος σκύλος έξω απ’ το σπίτι, η πόρτα άνοιξε, η Σάρα κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα προς την εξώπορτα και στάθηκε απέναντί του. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Πάολο. Έλα μέσα». Και πήγε. Τα παιδιά σκάλιζαν κάτι τετράδια σκυμμένα στο τραπέζι της κουζίνας κι ίσα που γύρισαν να ρίξουν μια ματιά στον ξένο. Κάθισε στον καναπέ δίχως να βγάλει το σακάκι του στριφογυρίζοντας όλη την ώρα το καπέλο του στα αμήχανα χέρια του. Τώρα που βρισκόταν εδώ, δεν ήξερε πια γιατί αυτή η επίσκεψη ήταν τόσο σημαντική, ούτε ποια ανάγκη τον είχε οδηγήσει σε αυτό το σπίτι. Κοίταζε τις σιωπηλές ράχες των παιδιών και περίμενε τη Σάρα που κάτι έφτιαχνε στον πάγκο της κουζίνας. Γύρισε κοντά του με ένα δίσκο με μεζέδες και μια καράφα κρασί με δυο ποτήρια. Πριν καθίσει πρόσταξε τα παιδιά να πάνε στο δωμάτιό τους, γιατί «κάτι είχε να συζητήσει με τον κύριο» κι εκείνα μάζεψαν τα τετράδια και τα μολύβια τους κι αποχώρησαν δίχως δεύτερη κουβέντα, σαν καλοεκπαιδευμένα μελαγχολικά στρατιωτάκια. «Και τώρα…Πες τα μου όλα. Απ’ την αρχή». Τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς σήκωνε το ποτήρι με το κρασί κι όλη την ώρα που ο Πάολο μιλούσε δεν έβαλε στο στόμα της μπουκιά. Δεν είπε κουβέντα, δεν του έκανε καμία ερώτηση, δεν τον κοίταζε καν. Την ιστορία την είχε ξανακούσει από κάποιον άλλο σύντροφο του άντρα της, που είχε εκτοπιστεί στο ίδιο νησί, δε μάθαινε λοιπόν τίποτα καινούργιο, μα είχε εκείνη τη βασανιστική αίσθηση ικανοποίησης που ’χει κανείς όταν χώνει το δάχτυλο στην πληγή εμποδίζοντάς τη να κλείσει. Όταν ο Πάολο σώπασε, εκείνη και πάλι δεν είπε τίποτα και μονάχα ύστερα από κάμποση ώρα αμήχανης, βαριάς σιωπής, έσπρωξε προς τη μεριά του το δίσκο με το φαγητό. «Δεν κάνει να πίνεις με άδειο στομάχι. Πάρε κάτι». Εκείνος δεν πεινούσε, αλλά από ευγνωμοσύνη και μόνο ήταν ικανός να αδειάσει όλα τα πιάτα και να τα γυαλίσει με την ψίχα του ψωμιού. Κατέβασαν την καράφα με το κρασί ως τον πάτο, συζητώντας για άσχετα θέματα, για τις πολιτικές εξελίξεις, τις εκλογές που είχαν αναδείξει μια κυβέρνηση δήθεν κεντρώα, μα στην πραγματικότητα βαθιά συντηρητική κι η Σάρα του εξομολογήθηκε τη λύπη που ένιωσε εκείνο το βράδυ του θανάτου του Στρατηγού. «Δεν προλάβαμε», είπε. «Δυο μέρες να κρατούσε ακόμα, θα του έκοβα το λαρύγγι εγώ, με τα ίδια μου τα δόντια. Τώρα… Μόνοι τους τον ανεβάσανε, μόνοι τους τον φάγανε. Μας πήραν τα όπλα μες απ’ τα χέρια, όπως παίρνεις μια σακούλα καραμέλες από ’να παιδί. Τόσος αγώνας χαμένος…» Έφυγε γύρω στα μεσάνυχτα τρεκλίζοντας και ξεχνώντας να πάρει το καπέλο του, που, απ’ τη στιγμή που το ’χε αφήσει απ’ τα χέρια του για να πιάσει το ποτήρι, έμενε πλάι του στον καναπέ σαν υπάκουο ζωάκι. Κι αν έφυγε εκείνο το πρώτο βράδυ και δεν έμεινε κοντά της, όπως το λαχταρούσε, ήταν γιατί τόσο αυτός όσο κι εκείνη τρόμαξαν στην ιδέα του να ξαπλώσουν μαζί στο κρεβάτι, που τόσα χρόνια η Σάρα μοιραζόταν με τον Μάρκο. Επέστρεψε το επόμενο Σάββατο για να πάρει το καπέλο του κι ύστερα τη μεθεπόμενη Κυριακή, για να πάει τα παιδιά στο Λούνα-Παρκ. Μια νύχτα με πολύ κακό καιρό έκαναν έρωτα στον καναπέ, στα μουγκά, για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και την επόμενη εβδομάδα ο Πάολο ήρθε με μια βαλίτσα, για να μη φύγει ποτέ ξανά. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, η Σάρα συνέχισε να φοράει τη βέρα του Μάρκου κι ο Πάολο δεν είχε καμία αντίρρηση σε αυτό. Τρία χρόνια αργότερα κι ενώ κανένας απ’ τους δυο δεν το περίμενε, απέκτησαν ένα γιο που με κοινή συμφωνία τον ονόμασαν Μάρκο, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και σεβασμού στον άνθρωπο που κι οι δυο αγάπησαν, μα περισσότερο τους αγάπησε στα περασμένα χρόνια.

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, κεφάλαιο 1ο, μέρος η΄

Το νησί στο οποίο είχε εκτοπιστεί ο Μάρκος, δεν ήταν από αυτά που θα επέλεγε κανείς για διακοπές. Ήταν ένα βραχονήσι που τα πλοία της γραμμής το προσπερνούσαν, δίχως καν ένα σφύριγμα για χαιρετισμό στις έρημες πλαγιές και στις απόκρημνες ακτές του, ένας βράχος ριγμένος καταμεσής στο πέλαγος, δίχως χωριά και κατοίκους, δίχως ζώα και βλάστηση, με κάτι τετράγωνα τσιμεντένια κτίρια με μικρούτσικες πόρτες και παράθυρα να δηλώνουν ως μόνοι μάρτυρες το πέρασμα του ανθρώπου από κει που η φύση δεν το ’χε προβλέψει, όταν πριν από κάμποσα χρόνια η Νεότερη Ιστορία εγκαινίαζε για πρώτη φορά στη λεγόμενη σύγχρονη εποχή, τη νέα σωφρονιστική μέθοδο της ομαδικής εκτόπισης. Όχι, μη φανταστείτε ένα νησί γεμάτο πέτρες. Ήταν πέτρα το ίδιο, ένας μονοκόμματος όγκος που αγρίευε κοντά στις ακτές, ακτές που κατέβαιναν κάθετα και χάνονταν στα αφρισμένα νερά, σμιλεμένες από αιώνες πάλης με τα κύματα, ένας τόπος τόσο μικρός που να μπορεί να περιφραχτεί ολόκληρος με συρματοπλέγματα κι ολόκληρος να σαρώνεται απ’ τους νυχτερινούς προβολείς στις σκοπιές, τόσο μεγάλος που να εξουθενώνεται κανείς για να διανύσει την κακοτράχαλη επιφάνειά του από άκρη σε άκρη, ειδικά αν ήταν να κουβαλάει και κάποιο φορτίο στη ράχη κάτω απ’ τον καυτό ήλιο ή κάτω απ’ το ανεμοβρόχι. Με άλλα λόγια ήταν ένας τόπος ιδανικός κι οι Αρχές είχαν κάνει διάνα, όταν τον διάλεξαν ανάμεσα στους πρώτους προορισμούς μετατόπισης που θα άνοιγαν και πάλι για να υποδεχτούν στις σκληρές αγκάλες τους τα μαύρα πρόβατα της ανορθούμενης κοινωνίας.
Τα τσιμεντένια κτίρια ήταν τέσσερα όλα κι όλα, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, θαρρείς και μπορούσε να τα τρομάξει η ερημιά, κλεισμένα γύρω γύρω με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σαν κοπαδάκι ασχημούτσικα γκρίζα πρόβατα, φυλακισμένα πιότερο παρά προστατευμένα πίσω απ’ την άχαρη μάντρα τους. Ήταν τα κτίρια στα οποία στεγάζονταν οι υπηρεσίες: τα γραφεία της διοίκησης, οι κοιτώνες των στρατιωτών, τα μαγειρεία, το ιατρείο, τα λουτρά και οι Θάλαμοι Σωφρονισμού. Αυτοί βρίσκονταν στο ισόγειο του κεντρικού κτίσματος κι είχαν την ευκαιρία να τους γνωρίσουν απ’ την καλή όλοι οι σωφρονιζόμενοι εκτοπισθέντες και να γευτούν από πρώτο χέρι την ευεργετική επίδραση της απομόνωσης, των βασανιστηρίων και της κοινωνικής συναναστροφής με κάτι αρουραίους απίθανους, γκριζόμαυρους και μεγάλους σαν γατιά, που μπορούσαν μέχρι να πεις κύμινο να σου ροκανίσουν μύτες, αυτιά και λοιπά περιττά για τέτοιους χώρους εξαρτήματα. Αλήθεια, όσο λιγότερο έβλεπε, άκουγε ή οσφραινόταν κανείς, τόσο το καλύτερο. Οι σκηνές των εκτοπισμένων ήταν στημένες σε μακριές σειρές, όμορφα όμορφα και τακτικά, ωραίες σκηνές, αθάνατες, ευάερες το χειμώνα κι ευήλιες το καλοκαίρι. Μπροστά τους απλωνόταν ένας μεγάλος αποψιλωμένος χώρος, η Πλατεία, στην οποία δέσποζε η κεντρική σκοπιά απ’ όπου μπορούσε κανείς να σαρώνει τα πάντα με μια ματιά μέρα και νύχτα. Ανά τακτά διαστήματα είχαν στηθεί κολόνες ξύλινες και πάνω στις κολόνες μεγάφωνα, από τα οποία ακούγονταν λόγοι σωφρονιστικοί εθνικοπατριωτικού περιεχομένου, στρατιωτικά εμβατήρια, νέας εμπνεύσεως μα διαχρονικής αξίας, και οι αποφάσεις της διοίκησης για τα διάφορα έκτακτα ζητήματα που προέκυπταν από καιρού εις καιρόν και αφορούσαν συνήθως ομαδικές τιμωρίες για ατομικά παραπτώματα. Παντού τριγύρω ορθωνόταν διπλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τέτοιας ποιότητας που σου έκοβε αμέσως κάθε διάθεση για σχεδιασμούς αποδράσεων και μόνο στο πλαίσιο κάποιας τιμωρίας και υπό την κάννη του όπλου υποχρεωνόταν που και που να σκαρφαλώσει πάνω του κανένας εξόριστος, διακοσμώντας το ευχάριστα με κουρελάκια ρούχων και σάρκας που έμεναν να αιωρούνται στον άνεμο, ως να τα πάρει επιτέλους ή να σαπίσουν από μόνα τους και να πέσουν. Στις τέσσερις γωνίες ήταν στημένες οι μικρότερες σκοπιές και πάνω στις σκοπιές ήταν στημένοι μέρα-νύχτα οι φρουροί, άγρυπνοι φύλακες των μαύρων προβάτων που ή θα άλλαζαν χρώμα ή θα τα ’τρωγε το μαύρο χώμα – αυτή ήταν η κυβερνητική εντολή.
Οι μέρες διαδέχονταν πανομοιότυπες η μια την άλλη και δεν ήταν γι’ αυτό ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αβάσταχτες: εγερτήριο στις 6.00, μια βόλτα απ’ τη «χαβούζα» -την υπαίθρια τουαλέτα-, αραιωμένο τσάι κι ένα ξεροκόμματο ψωμί για πρωινό κι ύστερα το προσκλητήριο. Μετά οι κρατούμενοι μοιράζονταν στις ομάδες εργασίας, αναλόγως των αναγκών της κοινότητας, των δικών τους ικανοτήτων, αλλά κυρίως αναλόγως του πνεύματος συνεργασίας που θα επεδείκνυαν. Οι σκληροί μπαίνανε στην ομάδα της πέτρας, οι υπόλοιποι στην ομάδα της διάνοιξης δρόμων, κάποιοι –οι τυχερότεροι- στα μαγειρεία, στο ιατρείο ή στα λουτρά. Όλοι οι καινούργιοι πέρναγαν για λόγους προληπτικούς απ’ την ομάδα της πέτρας, όπου διδάσκονταν ευθύς εξ αρχής τι θα πει πειθαρχία και υπακοή και όπου επίσης έχαναν όλες τις τρυφηλές συνήθειες του προσφάτου ή απωτέρου παρελθόντος, μαζί με τα όποια περιττά κιλά που τους είχαν τυχόν απομείνει. Τα καθήκοντά τους ήταν απλά: ξεκινούσαν απ’ το πρωί συνοδεία φυλάκων και επιστατών και πήγαιναν στη δυτική πλευρά του νησιού. Εκεί βρισκόταν ένας μονοκόμματος βράχος πελωρίων διαστάσεων, ένα σωστό βραχοβουνό, το οποίο έπρεπε να σπάνε, να τρυπάνε, να θρυμματίζουν με βαριοπούλες και αξίνες. Ύστερα ξεδιάλεγαν τα μεγαλύτερα κομμάτια, τα οποία και μετέφεραν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου, όπου είχε ήδη σχηματιστεί ένα δεύτερο βραχοβουνό λιθάρι το λιθάρι, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Αρχών, επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί για οικοδομικές εργασίες. Τις οικοδομικές εργασίες δεν τις είδε κανένας απ’ τους εκτοπισμένους, αλλά όλοι, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, είχαν δει τι σημαίνει να ματώνουν τα χέρια σου απ’ το στειλιάρι, να τραντάζεται ο νους σου απ’ τα χτυπήματα στο βράχο, να σου κόβεται η μέση απ’ το φορτίο σε ένα καθημερινό πηγαινέλα δίχως τελειωμό κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα των φρουρών και κυρίως κάτω απ’ την ουρά του μαστιγίου, που ήταν πάντοτε εκεί όπου αδυνατούσε η θέληση και λύγιζαν τα πόδια. Οι πλέον συνεργάσιμοι απ’ τους καινούργιους έμεναν σ’ αυτήν τη δουλειά για δυο-τρεις μήνες, άλλοι για περισσότερο και κάποιοι άλλοι –λιγότεροι αυτοί ευτυχώς- για πάντα, όπου το «για πάντα» δεν κρατούσε περισσότερο από χρόνο για τα πιο γερά σκαριά.
Ο Μάρκος είχε αποφασίσει να είναι συνεργάσιμος. Όχι, δε σκόπευε να ξεπουληθεί, δε σκόπευε να τα βρει με τους φρουρούς, δε σπιούνευε κι ούτε έκανε πλάτες σε κανέναν. Απλώς δεν ήθελε να δημιουργεί προβλήματα κι αυτό γιατί μες στο νου του άναβε σαν μικρούτσικο φωτεινό λαμπάκι πρωί και βράδυ η μορφή της Σάρας, τα χαμόγελα των παιδιών του κι η ανάμνηση μιας άλλης ζωής, ανθρώπινης. Θα σήκωνε το σταυρό του περήφανος μέχρι τέλους, αλλά αυτό το τέλος ήθελε να τον βρει στην αγκαλιά της γυναίκας του, γερό και ζωντανό. Κυρίως ζωντανό. Ήταν, λοιπόν, συνεργάσιμος για δύο ολόκληρους μήνες, τους πιο δύσκολους μήνες της αρχής, τότε που πρέπει ο άνθρωπος να ξεχάσει το πριν και το μετά και να λυγίσει το σβέρκο του στο τώρα, να λυγίσει κάτω απ’ το βαρύ φορτίο της πέτρας, κάτω απ’ τη στρατιωτική αρβύλα, να λυγίσει ώσπου να αγγίξει το μέτωπό του στο χώμα, να λυγίσει, για να μη σπάσει. Κι ο Μάρκος λύγιζε, κάθε μέρα και πιο πολύ, κάθε μέρα και πιο καλά, κάθε μέρα και πιο πεισμωμένα για δυο ολόκληρους μήνες. Πλάι του λύγιζε κι ο Πάολο, ντρέπονταν οι παλιοί σύντροφοι ο ένας τον άλλο και τα βράδια στη σκηνή τους γυρίζανε ο ένας στον άλλο τις πλάτες, τάχα για να κοιμηθούν, μα στην πραγματικότητα για να κλάψουν, να κλάψουν βουβά και λυσσασμένα, δαγκώνοντας τις παλάμες και πνίγοντας τους λυγμούς, να κλάψουν για τα πονεμένα τους κορμιά, για την κουρελιασμένη αξιοπρέπεια, για τους χαμένους συντρόφους, για όλα. Και την άλλη μέρα στέκονταν ξανά στο προσκλητήριο ο ένας πλάι στον άλλο, παλεύοντας να κρατάνε ορθούς τους ώμους κι ορθότερη ακόμα τη συνείδηση, την πεποίθηση πως, όχι, όλα αυτά δε γίνονται για το τίποτα, δεν γκρεμίστηκε για το τίποτα η ζωή τους, και πως, ναι, θα ξανάρθουν καιροί λευτεριάς και δημοκρατίας. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Μάρκος ήταν πολύ συνεργάσιμος κι υπομονετικός για δύο ολόκληρους, απίθανους, πελώριους μήνες. Κι ύστερα πέθανε… Δεν ήταν να πεθάνει αυτός εκείνη τη μέρα, αλλά καθώς δεν υπάρχει πρόγραμμα σ’ αυτά τα πράγματα και καθώς κανένας δε γνωρίζει μέχρι που φτάνουν τα αληθινά, τα εσωτερικά όρια του ανθρώπου, πέθανε. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Πάολο κατά το μεσημέρι λύγισε τα μισά της διαδρομής μη βαστώντας άλλο το φορτίο του, μη βαστώντας άλλο να λυγίζει και να συνεργάζεται. Σκόνταψε ή λύγισε, δεν είναι ξεκάθαρο, το βέβαιο είναι πως τα λιθάρια που κουβαλούσε σκόρπισαν καταγής κι εκείνος δεν έκανε ούτε να σηκωθεί, ούτε πολύ περισσότερο να τα ξαναμαζέψει. Ο Μάρκος ερχόταν πίσω του, σε μικρή απόσταση, φορτωμένος κι αυτός. Είδε το φρουρό να βρίζει τον Πάολο, ύστερα τον είδε να τον κλοτσάει. Είχε φτάσει κοντά τώρα μα, αντί να ταχύνει το βήμα του, καθυστερούσε μην ξέροντας τι να κάνει. Άλλοι άντρες έρχονταν από πίσω, ο πρώτος τον προσπέρασε, σκέφτηκε να προσπεράσει κι εκείνος τον πεσμένο με τα μούτρα στο χώμα Πάολο, να μη σταθεί, να μην μπλεχτεί, μα τα πόδια του δεν τον πήγαιναν. Κοίταζε το σώμα του φίλου του που δεχόταν τα μανιασμένα χτυπήματα σαν άδειο σακί, άκουγε την πνιχτή φωνή του – «δε βαστώ άλλο, δε βαστώ, τα πόδια μου δε με πάνε». Κι όπως στεκόταν μαρμαρωμένος, γερτός, με το φορτίο στη ράχη, είδε το φρουρό να πετάει πέρα οργισμένος το μαστίγιο, χοντρές στάλες ιδρώτα στάζανε μες στα μάτια του, δεν έβλεπε καλά, κι όμως είδε το φρουρό να βγάζει το όπλο και να πυροβολεί το φίλο του στα πόδια, μια στο ένα γόνατο, μια στο άλλο, θόλωσε ο νους του, τα αυτιά του βούιξαν κι όμως άκουσε, άκουσε το φρουρό να ουρλιάζει: «Ψόφα, πούστη, ψόφα παλιοκουμμούνι! Δε σε πάνε τα πόδια σου, ε; Τώρα να δούμε, σε πάνε;» κι ύστερα δεν κατάλαβε πώς, το φορτίο του σκόρπισε στη γη, τα αυτιά του ήταν πηγμένα απ’ τις κραυγές του φίλου του, το πεταμένο μαστίγιο βρέθηκε στο χέρι του, έκανε ένα βήμα, δύο, τρία βήματα, πλησίασε το φρουρό από πίσω, σήκωσε το χέρι, μα δεν πρόλαβε να το κατεβάσει. Ένας άλλος φρουρός που ’χε ακούσει τους πυροβολισμούς κι ερχόταν τρέχοντας κατά κει, να δει τι είχε συμβεί, τον πρόλαβε, πριν να κατεβάσει το υψωμένο χέρι στο κεφάλι του φονιά, του φονιά του φίλου του, πρόλαβε και τον σταμάτησε με μια σφαίρα, μια μοναδική μικρούτσικη σφαίρα που έσβησε απ’ το νου του τη μορφή της Σάρας και το όραμα της λευτεριάς. Το όνομα του Μάρκου διαγράφτηκε απ’ τους καταλόγους της διοίκησης και πλάι στο νούμερό του κάποιος σημείωσε πρόχειρα με μικρούτσικα γράμματα: θάνατος από φυσικά αίτια. Κι αλήθεια τα αίτια ήταν φυσικά, δε θα μπορούσαν να ’ναι φυσικότερα, τίποτα δεν είναι φυσικότερο απ’ τη δίκαιη αγανάκτηση, απ’ την ακούσια εξέγερση ενός ανθρώπου που παραμένει ακόμα μέσα του βαθιά άνθρωπος. Ο Πάολο έζησε. Εργατικό ατύχημα είπαν και τον έστειλαν σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας. ***

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Επαναστάσεις, Κεφάλαιο 1ο, μέρος ζ΄ - Η Ρόζα

Η Ρόζα προερχόταν από μια οικογένεια φτωχή. Ο πατέρας της ήταν κατώτερος δημόσιος υπάλληλος κι ο πενιχρός μισθός του σπανίως επαρκούσε για τις ανάγκες της οικογένειας και τις απαιτήσεις της συζύγου του, που δεν ήταν και λίγες. Συνήθως εξανεμιζόταν στο πρώτο εικοσαήμερο κι ο υπόλοιπος μήνας καλυπτόταν με δάνεια και προκαταβολές, πράγμα που έκανε τον δύστυχο άνθρωπο να χάσει τα μαλλιά του, πριν προλάβουν να ασπρίσουν, και να αποκτήσει από τα σαράντα του έλκος στομάχου και ημικρανίες. Η μητέρα της Ρόζας καταγόταν από αριστοκρατικό τζάκι της πρωτεύουσας, το οποίο όμως είχε ξεπέσει εδώ και χρόνια κι από τα παλιά μεγαλεία το μόνο που είχε απομείνει ήταν λίγος αέρας παραπάνω στα μυαλά της και μια ιδιαίτερη κλίση προς την πολυτέλεια, που όμως έμενε ανικανοποίητη. Τόσο τον αριστοκρατικό αέρα όσο και την κλίμακα αξιών της είχε φροντίσει από νωρίς να τα μεταδώσει στη μοναχοκόρη της, έτσι που μάνα και κόρη ευθύνονταν από κοινού για το πονεμένο καραφλό κεφάλι του πατέρα. Η Ρόζα ήταν ένα πλάσμα κατά βάση αγαθό και καλοπροαίρετο κι αν θα μπορούσε κανείς να της προσάψει κάποιο μειονέκτημα, θα ήταν ακριβώς αυτή της η αγαθοσύνη. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, τα μολύβια και τα βιβλία δε στέριωναν στα λευκά της χέρια, ο πίνακας γλιστρούσε μπροστά απ’ τα μάτια της και χανόταν, αφήνοντας στη θέση του αλλόκοτα τοπία, πουλιά λευκά και πεταλούδες, καραβάκια κι ανεμώνες που θέριευαν νικώντας και τον πιο επίμονο δάσκαλο. Δεν την τιμωρούσαν ποτέ. Κανείς δεν τολμούσε να απλώσει χέρι πάνω της, οι επιπλήξεις μούδιαζαν αμήχανες στα στόματα των καθηγητών κι ο θυμός τους εξανεμιζόταν κάθε που αντίκριζαν το αγαλματένιο της πρόσωπο μ’ όλη την αθωότητα του κόσμου ζωγραφισμένη πάνω του. Δεν παρίστανε την αθώα. Ήταν αθώα. Ήταν αθώα και αφελής σε απίθανο βαθμό κι αυτό αφόπλιζε ακόμα κι εκείνους που αντιστέκονταν στη θέα της ομορφιάς της. Τα μαθητικά της χρόνια πέρασαν δίχως η ίδια να το καταλάβει κι όταν ήρθε ο καιρός αποφοίτησε με ένα αξιοπρεπές απολυτήριο, που σε καμία περίπτωση δεν καθρέφτιζε αντικειμενικά τις γνώσεις ή τις ικανότητές της, παρά πολύ περισσότερο την αδυναμία των αρρένων και όχι μόνο καθηγητών να σταθούν απέναντί της αμερόληπτοι.
Στα δεκαοχτώ της ήταν απίστευτα όμορφη, πιο όμορφη από ποτέ, με τα πυκνά σγουρόξανθα μαλλιά της να κυματίζουν ως χαμηλά στην πλάτη, με το σταρένιο δέρμα της που χρύσιζε στον ήλιο, με τα μαύρα μάτια της ίδια λίμνες απύθμενες, που η θωριά τους σου έκοβε την ανάσα. Όλα τα αρσενικά ήθελαν να βουτήξουν σε εκείνες τις λίμνες, να πνιγούν στο βλέμμα της, να μη γνωρίσουν άλλο θάνατο απ’ αυτόν. Κι εκείνη ανίδεη για τον πανικό που προκαλούσε, περνούσε ανάμεσα απ’ τους ανθρώπους, τα όνειρα και τους εφιάλτες τους με περπάτημα γαζέλας, σκορπώντας τριγύρω της μιαν ευδιάκριτη μεθυστική μυρωδιά γαρδένιας που αποτέλειωνε τα θύματά της. Ο Στρατηγός, τόσο πριν όσο και μετά το γάμο τους, πέρασε κάμποσα βράδια οσφραινόμενος εκείνο το σώμα, τα μαλλιά της, αγωνιώντας να ανακαλύψει την πηγή, την ουσία εκείνου του αρώματος, και κάθε φορά που έσκυβε από πάνω της κι έχωνε τη μύτη του σε κάθε απίθανη γωνιά του κορμιού της ένιωθε την ανάγκη να προσευχηθεί. Αυτό ήταν θαύμα, ήταν δώρο Θεού, μυστήριο ανεξιχνίαστο που τον γέμιζε ευλάβεια και πόθο συνάμα, που έκανε τα χέρια του να λύνονται, τα πόδια του να μην τον βαστάνε και την ψυχή του να φλιτουρίζει στα στήθια του ψάχνοντας δρόμο να πάει να ανταμώσει το δημιουργό της. Ύστερα από κάμποσους μήνες εναγώνιας αναζήτησης ο Στρατηγός γονάτισε αποκαμωμένος πλάι της στο κρεβάτι και προσευχήθηκε στ’ αλήθεια παραιτούμενος απ’ την προσπάθεια να ανακαλύψει την πηγή του αρώματος: το άρωμα ήταν η ίδια η Ρόζα, ήταν ο ιδρώτας, οι εκκρίσεις του κορμιού της, το σάλιο της, η ανάσα των μαλλιών της, κυλούσε στις φλέβες της και αναδυόταν σε κάθε της κίνηση, σε κάθε νεύμα, σε κάθε χαμόγελο, υφαίνοντας γύρω της ένα αέρινο μυρωμένο πέπλο. Δεν ήταν έξυπνη, όμως η προσεκτική παρατήρηση της ζωής και η διαπαιδαγώγηση που έλαβε από τη μητέρα της την είχαν οδηγήσει σε δύο συμπεράσματα. Το πρώτο ήταν πως η ομορφιά δεν κρατάει για πάντα και γι’ αυτό πρέπει να αξιοποιείται εγκαίρως, όσο κανείς ακόμα τη διαθέτει. Το δεύτερο ήταν πως ο έρωτας δεν τρώγεται, δεν κατοικείται και δε φοριέται, άρα έπρεπε να μπει σε δεύτερη μοίρα στον κατάλογο των προσωπικών της αξιών. Βάσει του πρώτου συμπεράσματος αποφασίστηκε η συμμετοχή της στα Καλλιστεία, βάσει του δευτέρου ο γάμος της με το Στρατηγό.
Λίγους μήνες μετά το γάμο διαπίστωσε πως ήταν έγκυος, γεγονός που το δέχτηκε με αξιοσημείωτη αδιαφορία. Περνούσε τις μέρες της ολομόναχη, κλεισμένη στο Προεδρικό Μέγαρο, ντυμένη με ημιδιαφανείς κρεπ-σατέν νυχτικιές, περπατώντας ξυπόλυτη στα παχιά χαλιά που πνίγανε τον ήχο των βημάτων, παρατηρώντας με περιέργεια τις αλλαγές που προκαλούσε η εγκυμοσύνη στο σώμα της, κάνοντας παρέα με τις υπηρέτριες στην κουζίνα ή αλλάζοντας χτενίσματα μπροστά στον καθρέφτη. Έπληττε, έπληττε θανάσιμα, αλλά δεν το καταλάβαινε ούτε κι η ίδια, δεν ήξερε να πει τι ήταν αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που της έσφιγγε το λαιμό, που της μούδιαζε τα χέρια, που την έκανε να μη θέλει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κάθε πρωί και να μη θέλει να γείρει πλάι στο σύζυγό της κάθε βράδυ. Έπληττε στις κοσμικές συγκεντρώσεις, στη μεγάλη τραπεζαρία, στο πολυτελές ξύλινο γραφείο, κάτω απ’ τον υφασμάτινο ουρανό του κρεβατιού της, μέσα στα μεταξωτά της ρούχα, έπληττε στην αγκαλιά του άντρα της, εκεί πολύ περισσότερο, γιατί δεν έπρεπε να δείχνει αυτή την πλήξη, τον λυπόταν τον κακομοίρη τον Ηγέτη, που με τόση αγωνία έσκυβε και βυθιζόταν στο κορμί της αναζητώντας έναν άγνωστο σ’ εκείνη παράδεισο. Τουλάχιστον η εγκυμοσύνη την είχε απαλλάξει από αυτή την πλευρά των συζυγικών της καθηκόντων κι ίσως αυτός να ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίο σκεφτόταν πού και πού το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάχνα της με κάποια συμπάθεια. Όσο περνούσαν οι μήνες και φούσκωνε η κοιλιά της, όσο περισσότερο αντάριαζαν οι ορμόνες κάτω απ’ το λευκό της δέρμα και μες στο μυρωμένο αίμα της, άρχισαν να της συμβαίνουν πράγματα παράδοξα. Πρώτα απ’ όλα οι παραμορφώσεις της εγκυμοσύνης, αντί να την ασχημαίνουν την ομόρφαιναν: οι πρησμένοι μαστοί, οι παχουλές αρθρώσεις, οι γαλάζιες φλεβίτσες που διαγράφονταν καθαρά πίσω απ’ τα γόνατα, μέσα απ’ τους αγκώνες και στους λεπτούς της κροτάφους, ακόμα ακόμα κι η πελώρια μυτερή κοιλιά, της ταίριαζαν. Αφαιρούσαν κάτι απ’ την άσπιλη, αγαλματένια παρουσία που διέθετε πριν, αυτό είναι αλήθεια, αλλά την έφερναν περισσότερο στα μέτρα της γυναίκας, και μια γυναίκα είναι πάντοτε πιο ποθητή από μια νεράιδα. Όλα αυτά δε θα ’χαν καμία σημασία, αν για πρώτη φορά στη ζωή της η ίδια η Ρόζα δεν άρχιζε να προσέχει την εντύπωση που προκαλούσε στα αρσενικά. Κανείς δεν μπορεί να πει αν αυτό ήταν αποτέλεσμα ορμονικής διαταραχής ή πλήξης, αλλά ξαφνικά η νέα κυρία Στρατηγού άρχισε να απολαμβάνει τα εκστατικά βλέμματα των ανδρών κι ακόμα περισσότερο: να τα προκαλεί. Η γυναικεία της φύση είχε ξυπνήσει με έναν τρόπο ηφαιστειακό και η απροειδοποίητη εμφάνισή της σε κάποιο δωμάτιο έφερνε την καταστροφή, καθώς οι άντρες καμαριέρηδες έχαναν τον έλεγχο των χεριών τους κι άφηναν πορσελάνινα πιάτα, κινέζικα βάζα και κρυστάλλινα ποτήρια της σαμπάνιας να θρυψαλιάζονται στα πατώματα. Κι εκείνη, εκείνη που έβαζε πάντοτε τον έρωτα σε δεύτερη μοίρα, εκείνη που για μήνες ολόκληρους δινόταν παθητικά στον άντρα της και που παρ’ όλες τις ικεσίες και τα χάδια του δεν άφηνε ούτε έναν αναστεναγμό ηδονής, άρχισε τώρα να κυκλοφορεί από δωμάτιο σε δωμάτιο αφήνοντας λυτές τις μεταξωτές της νυχτικιές, κοιτώντας κατάματα τους άντρες που έμεναν αποσβολωμένοι από το θέαμα, προκαλώντας τους φραστικά, αποκαλύπτοντας σε κάθε ευκαιρία κάτω από έκθαμβα βλέμματα την απαλή καμπύλη του στήθους της, τις υπέροχες μακριές της γάμπες, το στιλπνό τεντωμένο δέρμα της κοιλιάς της. Κάτω απ’ τις νυχτικιές της δε φορούσε τίποτα, το σώμα της είχε μεταμορφωθεί σε άγριο ζώο που τίναζε κι έκοβε από μόνο του ράντες, λουριά, ζώνες, οτιδήποτε προσπαθούσε να το κρατήσει δεμένο. Το άρωμα γαρδένιας που ανάδυε είχε γίνει τώρα εντονότερο, απλωνόταν σε κάθε γωνιά του σπιτιού, τρύπωνε μες στις κλειδωμένες κάμαρες, χυνόταν έξω απ’ την μεγαλόπρεπη πόρτα της εισόδου και ξεσήκωνε σαν μαγικό ελιξίριο ακόμα και τους λιγοστούς διαβάτες που περνούσαν έξω απ’ τον περίβολο της Προεδρικής κατοικίας. Μετά τη γέννα η συμπεριφορά της ήταν η αναμενόμενη: έγινε ακόμα πιο τολμηρή, έχοντας ξεφορτωθεί το βάρος της κοιλιάς της και ανακτώντας σε σύντομο διάστημα τις τέλειες αναλογίες, που μόλις δυο χρόνια πριν της είχαν χαρίσει το στέμμα της βασίλισσας της ομορφιάς. Δεν της αρκούσαν πια τα λόγια και τα βλέμματα –πράγμα φυσιολογικό κι αναμενόμενο για μια γυναίκα της ηλικίας της με τέτοιες τάσεις- και συχνά μπορούσε να τη δει κανείς να προσεγγίζει με αθωότητα πότε τους καμαριέρηδες και πότε τους άντρες της στρατιωτικής φρουράς και να τους παρασύρει με κάποιο πρόσχημα στην κάμαρά της, όπου τους ανέβαζε στα ουράνια διατηρώντας –απ’ ότι έλεγαν τα τυχερά θύματα- ακόμα και κατά τις στιγμές της ύψιστης ηδονής μια απίθανη έκφραση αθωότητας.
Ο Στρατηγός είχε αρχίσει να υποπτεύεται πως κάτι συνέβαινε με την γυναίκα της καρδιάς του, κάπως είχε αλλάξει το άρωμά της, σαν να μπλεκόταν τώρα κι ένα καινούργιο στοιχείο στην αιθέρια ουσία του κι όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά του, η Ρόζα έκανε πράγματα πρωτόγνωρα, πρωτάκουστα κι υπέροχα, που ο ίδιος ούτε που θα τολμούσε να της ζητήσει ποτέ. Η χαρά όμως για το γιο, που είχε αποκτήσει ανέλπιστα στα γεράματα, δεν τον άφηνε να δει και πολλά και τον άφηνε να σκεφτεί ακόμα λιγότερα. Άλλωστε οι κρατικές υποθέσεις τον κρατούσαν απασχολημένο όλη μέρα καθώς κι ένας μεγάλο μέρος της νύχτας: ο συμμοριτοπόλεμος που είχε ξεσπάσει στα βουνά, αντί να κοπάζει, ολοένα φούντωνε κι ήταν να απορεί κανείς πώς άντεχαν αυτοί οι εγκληματίες στις τόσες οργανωμένες επιθέσεις του τακτικού στρατού. Θαρρείς κι είχαν στις τάξεις τους τον ίδιο τον Αντίχριστο –«Συγχώρα με, Θεέ μου!»- κι όσο τους πολεμούσαν τόσο δυνάμωναν. Είχαν μάλιστα μαζί τους και γυναίκες, κάτι κωλοπετσωμένες με φυσεκλίκια, κάτι ανεκδιήγητες πουτάνες –«Ήμαρτον, Παναγία μου!»- που στέκονταν ισάξιες στο πλάι των αντρών. Μερικές μάλιστα ήταν χειρότερες κι από άντρες, κάτι πλάσματα αλλόκοτα, που είχαν ξεφύγει απ’ τους νόμους της φύσης, τόσο που, όταν ο Στρατός κατάφερνε να πιάσει μερικές, όλοι οι φαντάροι ήθελαν να δουν τι έχουν αυτές οι ύαινες ανάμεσα στα σκέλια τους κι όλοι, απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο, προθυμοποιούνταν να τις διδάξουν τι θα πει αρσενικό. Κάποιες πέθαιναν κατά την εκπαίδευση, άλλες έφταναν στην πρωτεύουσα σιδεροδέσμιες και κλείνονταν στο ειδικό τμήμα των Κεντρικών Φυλακών. Επειδή όμως πλήθαιναν ολοένα, τώρα έπρεπε να προετοιμαστούν κι άλλοι τόποι μετατόπισης, να ανοίξουν κι άλλες εξορίες ή να δημιουργηθούν νέες, πράγμα που σήμαινε μεγάλη κρατική δαπάνη κι εξόργιζε το Στρατηγό. Τι καλά που θα ’ταν να μπορούσε να τις περάσει όλες από ντουφέκι, να καθαρίσει ο τόπος! Οι συνεργάτες του, όμως, τον συμβούλευαν να φανεί λιγάκι επιεικής, έλεγαν πως θα ήταν καλό για τη δημόσια εικόνα του. Τέτοια θόλωναν το νου του Ηγέτη και δεν τον άφηναν να δει τα φοβερά που συντελούνταν μες στο ίδιο του το σπίτι - πράγμα φυσικό, βέβαια, αν σκεφτεί κανείς πως σπίτι κανονικό του κάθε Ηγέτη είναι η χώρα του ολόκληρη, που σαν πατέρας πρέπει να την προστατεύει, να τη συνετίζει, να την εκπαιδεύει. Φαίνεται πως ο έρωτας, ο παραγκωνισμένος μέχρι τότε σε δεύτερη μοίρα, το ’χε βάλει πείσμα να εκδικηθεί τη Ρόζα κι αφού κουράστηκε να την πετάει από αγκαλιά σε αγκαλιά, την έσπρωξε τέλος στα μπράτσα ενός νεαρού αξιωματικού της φρουράς και θρονιάστηκε για τα καλά στα στήθια της, παρακολουθώντας από προνομιακή θέση τα όσα ακολούθησαν. Ο αξιωματικός ήταν ένα παλικαράκι ψηλό κι αδύνατο, με ξανθό μουστακάκι, κοντοκουρεμένο μαλλί κι ανοιχτόχρωμα μάτια, ένας άνθρωπος που, παρά τα νιάτα, το ανάστημα και την άψογη στολή του, θα μπορούσε να περνά πάντα απαρατήρητος, καθώς η αδιαφορία τον τύλιγε απ’ την κορφή ως τα νύχια και τον καθιστούσε σχεδόν αόρατο για τις γυναίκες - όχι όμως και για τη νέα κυρία Στρατηγού. Την πρώτη φορά που τον παρέσυρε στην κάμαρά της, εκείνος έτρεμε σύγκορμος απ’ το ξάφνιασμα και κυρίως απ’ το φόβο – δεν άντεχε ούτε να σκεφτεί τι θα του συνέβαινε, αν ξαφνικά επέστρεφε ο Στρατηγός. Συγχρόνως, όμως, του ήταν αδύνατο να αντισταθεί σ’ αυτήν την υπέροχη γυναίκα που έμπλεκε τις αισθήσεις του στο μαγικό της δίχτυ κι έμεινε έτσι να παλεύει ανήμπορος ανάμεσα σε δυο λαχτάρες, σε δυο τρομάρες και δυο καημούς, μη μπορώντας να κάνει ούτε πίσω ούτε μπροστά. Έγειρε, λοιπόν, υπάκουος πλάι της πάνω στο φαρδύ κρεβάτι με τα λευκά σεντόνια και υποτάχτηκε στη σαρκική της πείνα με την αβουλία και την περιέργεια παιδιού. Η αθώα έκφραση που διατηρούσε το πρόσωπό της την ώρα που έχωνε στο παντελόνι του το χέρι της ή μετά, όταν γυμνό πια τον οδηγούσε στις κοιλάδες της ερωτικής της γεωγραφίας, τον άφησε εμβρόντητο αυξάνοντας την ανημποριά του είτε να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβαινε, είτε πολύ περισσότερο να αντισταθεί σε αυτό. Όταν όλα τέλειωσαν κι η Ρόζα βαριανάσαινε ριγμένη στα μαξιλάρια, εκείνος ντύθηκε γρήγορα και βγήκε απ’ το δωμάτιο δίχως να την αποχαιρετήσει, δίχως να πει μια κουβέντα, όπως δε χαιρετάει κανείς το όμορφο όνειρο που χάνει με το πρωινό του ξύπνημα. Η Ρόζα παθιάστηκε με τον νεαρό αξιωματικό. Η αθωότητά του, που τόσο συγγένευε με τη δικιά της, ο τρόπος που υποτασσόταν στα χάδια της και κυρίως η σιωπή του, η απόλυτη σιωπή του, της πήραν τα μυαλά. Αμέσως μετά από εκείνη την πρώτη τους συνεύρεση, η συμπεριφορά της άλλαξε, άρχισε να ντύνεται και πάλι τιθασεύοντας με εσώρουχα, ράντες και ζώνες το κορμί της, στερώντας έτσι ξαφνικά κι απροειδοποίητα τους υπόλοιπους άντρες του σπιτιού απ’ τις περαστικές της εύνοιες. Έπαψε να παίζει με τα μαλλιά της, τα άφηνε και πάλι λυτά στους ώμους να την τυλίγουν σαν λιωμένο χρυσάφι, άρχισε να κατεβάζει με συστολή τα μάτια μπροστά στους πρώην εραστές της, θυμήθηκε πως έχει ένα γιο που μεγαλώνει στην αγκαλιά κάποιας παραμάνας και ξέχασε ολότελα πως έχει σύζυγο, συζυγικά καθήκοντα και υποχρεώσεις. Για δυο βδομάδες παρακολουθούσε τις κινήσεις της φρουράς από τα τζάμια του πρώτου ορόφου και περίμενε με αγωνία τη στιγμή που θα κατόρθωνε να βρεθεί και πάλι μόνη με τον νεαρό αξιωματικό. Εκείνος, απ’ την άλλη πλευρά, ολότελα μεθυσμένος απ’ το άρωμα της γαρδένιας, έκανε κάμποσες μέρες να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Κι όταν κάποτε επιτέλους το συνειδητοποίησε, κατάλαβε πως από δω και μπρος θα ζούσε πάντα με τη λαχτάρα του κορμιού της, με την προσμονή της αγκαλιά της, θα ζούσε για τον ερωτά της ή θα πέθαινε γι’ αυτόν, γιατί τίποτε άλλο δεν ήταν, δεν μπορούσε να’ ναι σπουδαιότερο από ένα χάδι της Ρόζας, από ένα της φιλί κι ούτε όλα τα μαρτύρια της κολάσεως δε θα τον έκαναν να ξεχάσει τη γλύκα εκείνων των πολύτιμων, φοβερών στιγμών.
Γίνανε εραστές. Για πρώτη φορά στη ζωή τους ανακάλυψαν τι σημαίνει να λαχταράς αυτό το σώμα κι όχι άλλο, αυτό το άγγιγμα, αυτή την ανάσα, να νιώθεις πως η ψυχή έχει αιμάτινους δεσμούς που την κρατούν δεμένη σε ξένο άρμα και πως αυτή η υποταγή μοιάζει τόσο με μια υπέροχη, μεγαλόπρεπη νίκη. Οι στιγμές που κατάφερναν να ξεκλέβουν απ’ τον υπόλοιπο κόσμο χωρούσαν ολόκληρη ζωή, όχι μία ζωή, μα δύο ενωμένες κι ένιωθαν κι οι δυο πως ούτε το πιο κοφτερό μαχαίρι δε θα μπορούσε να χωρίσει τα κορμιά τους τις ώρες που δίνονταν με απελπισμένο πάθος ο ένας στον άλλο. Μεταξύ τους δεν υπήρχε ζήλια, δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχε αγωνία, γιατί, όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα της κάμαρας, όλος ο υπόλοιπος κόσμος κατέρρεε και τους άφηνε γυμνούς κι ελεύθερους σαν παιδιά, που πρωτοδοκιμάζουν το μήλο της ηδονής και δε χορταίνουν. Γαντζώνονταν ο ένας απ’ το σώμα του άλλου, απ’ την ανάσα του άλλου κι έχαναν την αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Αυτό το τελευταίο στάθηκε και το μοιραίο τους σφάλμα. Ύστερα από λίγους μήνες, ο Στρατηγός επιστρέφοντας στο σπίτι βρήκε τη φρουρά του ακέφαλη και τον αρχηγό της στην αγκαλιά της γυναίκας του, ολόγυμνο, με τη ροδαλή του σάρκα να αγγίζει το χρυσαφένιο δέρμα της Ρόζας, με το άρωμά της να τυλίγεται γύρω από κείνο το ξένο κορμί σαν ανάλαφρος ιστός αράχνης. Δεν έβγαλαν κουβέντα, δεν έδειξαν καν να τρομάζουν, όταν τον αντίκρισαν κάτωχρο στο άνοιγμα της πόρτας. Ούτε εκείνος είπε τίποτα. Φοβήθηκε πως αν άνοιγε το στόμα του το μουδιασμένο του σαγόνι δε θα βαστούσε το βάρος της μασέλας του και πως θα την έβλεπε να πέφτει και να θρυμματίζεται μπροστά στα πόδια του, κάτω απ’ τα αδιάφορα βλέμματα εκείνων των ξένων που βρίσκονταν ξαπλωμένοι κι αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι του. Τράβηξε αργά απ’ τη ζώνη του το περίστροφο που κουβαλούσε πάντα, τους πλησίασε και τους σκότωσε και τους δυο. Ούτε που προσπάθησαν να αντιδράσουν, να ξεφύγουν, να ικετέψουν. Τους σκότωσε με τον τρόπο που σκοτώνει κανείς ένα κουνούπι που του χαλάει τον ύπνο, δίχως τύψεις, δίχως δισταγμό. Η πληγή στο γυμνό στήθος του νεαρού έχασκε φρικτά, το αίμα του ανακατευόταν με το αίμα της Ρόζας, που πυροβολημένη στον κρόταφο εξ επαφής, έμοιαζε ακόμα σαν ζωντανή. Ο Στρατηγός τράβηξε τις ξανθές τις μπούκλες, σκέπασε το μοιραίο τραύμα, στάθηκε και κοίταξε το παγωμένο πρόσωπο που είχε αρχίσει να μπλαβίζει, στράφηκε απ’ την άλλη κι έκανε εμετό. Η όλη ιστορία αποσιωπήθηκε, χάρη στη σωτήρια παρέμβαση του νέου Ταγματάρχη και στον αποφασιστικό τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε τον Τύπο. Η κ. Στρατηγού πέθανε αιφνιδίως, είπαν, από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών να την κρατήσουν στη ζωή. Για τον νεαρό αξιωματικό δεν ακούστηκε τίποτα. Το πτώμα του παραχώθηκε στον ομαδικό τάφο όσων πέθαιναν από φυσικά αίτια κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, πίσω απ’ τις Κεντρικές Φυλακές. Η οικογένειά του ειδοποιήθηκε πως του είχε δοθεί μετάθεση για την πρώτη γραμμή του πυρός κι αργότερα πως είχε πέσει ηρωικά μαχόμενος εναντίον των ληστοσυμμοριτών. Χρειάστηκε ακόμη να εξαφανιστούν κάμποσα μέλη του υπηρετικού προσωπικού –όσοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς καθώς κι εκείνοι που καθάρισαν το δωμάτιο και βοήθησαν στη μεταφορά των πτωμάτων- υπόθεση την οποία χειρίστηκε με κάθε διακριτικότητα το δεξί χέρι του Ηγέτη. Ο Στρατηγός, όταν επέστρεψε από την κηδεία της δεύτερης συζύγου του, έδειχνε απίστευτα κουρασμένος. Ζήτησε να μείνει μόνος και οι πιστοί του συνεργάτες σεβάστηκαν την επιθυμία του, παρ’ όλη την ανησυχία που τους γεννούσε η ψυχική του κατάσταση. Κλείστηκε στο γραφείο του για δύο συνεχόμενα εικοσιτετράωρα, αρνούμενος να φάει, να πιει ή να δει οποιονδήποτε. Όταν η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε πάλι, οι υπηρέτες –παλιοί και νέοι- τρόμαξαν. Τα ως τότε ψαρά μαλλιά του Ηγέτη ήταν τώρα ολόλευκα, τα μάγουλά του είχαν κρεμάσει, το αριστερό του χέρι έπεφτε πλάι στο σώμα του σαν άψυχο, οι ώμοι του έγερναν, έτσι όπως γέρνουν οι ώμοι των γερόντων και το βλέμμα του ήταν θαμπό κι αρρωστημένο. Ο κ. Στρατηγός δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος.